Praha
Οι καμπάνες του καθεδρικού του St.Vitus χτύπησαν όπως κάθε μέρα. Πόσα χρόνια μακριά βρίσκεται εκείνο το πρωί, που ο ταξιτζής μ' άφησε έξω απ' το παλιό μοναστήρι του; Τότε η ώρα ήταν εφτά παρά είκοσι κι εμείς τέσσερις. Οι δυο σκοποί του μοναστηριού, ένας ζωγράφος που είχε στήσει τον καμβά του γύρω στα πενήντα μέτρα από την περίφραξη γιατί χρειαζόταν άδεια την πλατεία κι εγώ. Κι ύστερα κατεβαίνοντας τα ατελείωτα σκαλιά, ανάμεσα από κλειστά ακόμη παντζούρια και κάτω από χτεσινές μπουγάδες Τσέχων νοικοκυρών έφτασα πάνω από το Μολδάβα, που εκεί τον φωνάζουν Elba, περπατώντας αργά αργά τη γέφυρα του Καρόλου. Η Πράγα ερημωμένη, είναι τόσο όμορφη, τόσο εύκολη, σαν ακριβή γυναίκα που ενώ απλώνει τα γυμνά πόδια της πάνω σου με την πρώτη, παραμένει κυρία πρώτης τάξεως με προσωπικότητα και στυλ. Μετά τις δέκα όμως που ανοίγουν τα μαγαζιά και τα μουσεία αρχίζει ο καθημερινός βιασμός της από τα χιλιάδες γκρουπ με τα σημαιάκια και τους τσιτσερόνους, να βγάζουν για πνευματική βοσκή τα κοπάδια των ταξιδιωτών και να τους καθοδηγούν με ασύρματες πια μεθόδους.
Μετράω πως έχουν περάσει πέντε χρόνια από τότε και είναι πάλι πρωί, μέσα σε ένα μικρό λεωφορείο γεμάτο μουσικούς, αυτή τη φορά, που έρχεται από το αεροδρόμιο. Η πόλη πάλι αγουροξυπνημένη αλλά χωρίς καινούριες ρυτίδες και γκρίζα μαλλιά κι ας πέρασε ένα διάολο ζόρια με τις πλημμύρες που την έπνιξαν. Τραβάω αχόρταγα με την κάμερά μου κάθε στιγμή. Θέλω να νιώσω τα πάντα, μέχρι να πέσω νεκρός από ζωή και εικόνες καθώς το αεροπλάνο θα απογειώνεται ξανά για Θεσσαλονίκη...
...και τώρα είναι νύχτα και τη στιγμή αυτή είμαι όρθιος, γυμνός, μπροστά στο τεράστιο και με μαζεμένες κουρτίνες παράθυρο του δωματίου 319 του ξενοδοχείου Intercontinental της Πράγας και με κενή σκέψη κοιτάω τον ήσυχο δρόμο. Αν περάσει κανείς θα με δει. Χρειάζομαι μια-δυο στιγμές ησυχίας, μήπως προλάβω και συμμαζέψω τη σκέψη μου. Το μυαλό στήνει ένα φλας μπακ που παίζει σε γραμμόφωνο, σαρανταπέντε στροφές το λεπτό...
"Η βόλτα ήταν τεράστια, τα πόδια σχεδόν πιασμένα, στο ξενοδοχείο κόσμος έμπαινε κι έβγαινε. Χυθήκαμε στους καναπέδες του πεντάστερου lobby και περιμέναμε καρτερικά για δωμάτιο και μεσημεριανό. Τότε συνέβη κάτι σα σκηνή από ταινία του Wai , σαν περιγραφή του Manuel Scorza! Φύσηξε ένα αεράκι καλοκαιρινό που αχρήστευσε με μιας τα air condition, μαρμάρωσε τους φουριόζους υπαλλήλους της reception, αποσυντόνισε το barman και έκανε τα γκαρσόνια να σκοντάφτουν το ένα πάνω στο άλλο παλεύοντας να κρατήσουν τους capuccino πάνω στους δίσκους. H Νicole Ella Johanne περπάτησε τόσο ελαφριά, σχεδόν χωρίς να πατάει στη βελούδινη μοκέτα, ανάμεσα στο ακίνητο πλήθος των πελατών και μετά από δίπλα μας. Γυρίσαμε τα κεφάλια αργά, όλοι μαζί, στο ρυθμό που έδινε το σώμα της, καθώς τα βήματά της στόλιζαν απ' την αρχή την ακριβή αίθουσα. Μια τέλεια συντονισμένη παράλληλη στροφή, σαν ηλιοτρόπια που ακολουθούν σε άψογο σχηματισμό το λατρεμένο φως τους και σαν έμπειροι στρατιώτες σε παρέλαση δέους μπροστά από τον ανώτερο των στρατηγών.
Κι έφτασε ένα βράδυ πλάι στο ποτάμι, εμείς μαζεμένοι σε γιορτινό τραπέζι εστιατορίου κι εκείνη να γυρίζει παντού μιλώντας με όλους τους καλεσμένους, στη μέλλουσα νύφη φίλη της και συχνά να κάθεται μόνη πάνω στο τοιχάκι που χωρίζει το μπαλκόνι με την όχθη κι ο Elba να την ερωτεύεται αμέσως και σαν παλιός και έμπειρος κατακτητής να κάνει τάχα πως ριγεί τρεμοπαίζοντας γλυκά τα ανακλώμενα φώτα της πόλης στα νυχτιάτικα νερά του, προσπαθώντας έτσι να τη μαγέψει. Πώς να τον νικήσεις τον ποταμό της Πράγας; Τέτοιον χειραγωγό που στους αιώνες έχει σαγηνέψει εύκολα χιλιάδες γυναίκες. Που άλλες τις έχει κάνει να ξεψυχήσουν στο βυθό του και που ανάγκασε ζευγάρια να πουν αντίο στις γέφυρές του καταπίνοντας αγαπημένα αντικείμενα σκοτωμένων ερώτων. Η ήττα μου ήταν απλά προδιαγεγραμμένη. Όμως η Nicole είχε σφηνώσει στο μυαλό μου και το βλέμμα μου, που έδειχνε συνεχή ανυπακοή στις προσταγές μου, όλο και την τριγύριζε παίζοντας βραδιάτικα με τη φωτιά. Κι όταν τελικά τα μάτια της μάγισσας συνάντησαν κατά λάθος τα δικά μου, ένα ζαβολιάρικο χαμόγελο, που από ανωριμότητα αγνόησε τον κίνδυνο, ξέφυγε της προσοχής μου και αστραπιαία, εξερράγη προκλητικά πάνω της και γύρισε αμέσως πίσω γυναικείο, μαργαριταρένιο κι αιθέριο. Τότε ο ποταμός, μην πιστεύοντας αυτό που συμβαίνει, σταμάτησε να ρέει κι απ' το θυμό του έστειλε ένα αφρισμένο κύμα πάνω στα πόδια της γέφυρας του Καρόλου που έκανε τα αγάλματα της καινής διαθήκης να ταρακουνηθούν, για τη χάρη μιας παραμυθένιας γυναίκας που απόψε ίσως και λίγο ηθελημένα, έπαιξε κάπως με τους φυσικούς νόμους. Στιγμές αργότερα την είδα να φοράει μια μικρή ζακέτα, αφήνοντας το εστιατόριο, να περνάει από δίπλα μας και κοιτώντας με να ξαναχαμογελάει γλυκά και να προφέρει: "See you tomorrow...". Στο τραπέζι έπεσε σιωπή. Μερικά πηρούνια έμειναν καρφωμένα στις σαλάτες, το κρασί κόλλησε μέσα στους ουρανίσκους και μόνο μετά από αρκετή ώρα βρέθηκε κάποιος να πει μια κουβέντα. Ο Elba, νικημένος βασιλιάς και παλιοεγωίσταρος, έκανε πως απαξιεί και συνέχισε το συνηθισμένο δρομολόγιό του, να ξεσπάσει τον αποψινό θυμό του πάνω σε καμιά μελλοθάνατη πόρνη του λιμανιού του Αμβούργου...
Το επόμενο μεσημέρι, όταν πια ο Θεός έκανε πως ένωσε άλλους δυο με τα ιερά δήθεν δεσμά του γάμου, το Chateau του Dobris βρεχόταν από ένα ψιχάλισμα, που επιβεβαίωνε το τέλος του Αυγούστου και καλωσόριζε την επόμενη εποχή. Όλοι είχαν μαζευτεί γύρω από το ασπρόμαυρο ζευγάρι και τα φλας, συνεχόμενα και δυνατά υποκαθιστούσαν όμορφα τις αστραπές που θα συμπλήρωναν κανονικά το φθινοπωρινό σκηνικό. Φωτογράφιζε κι αυτή δίπλα μου. Είχε μια νευρικότητα τόσο εμφανή σε μένα, αλλά και τόσο έμπειρα συγκαλυμμένη κι όλο το μάτι της έστελνε την κόρη του σε αποστολή στις άκρες του για να κατασκοπεύσει. Αυτή την ικανότητα, του να ανιχνεύω τέτοιες κινήσεις την είχα φυσικό χάρισμα από πάντα. Όμως ήταν τέτοια η παρουσία της που με έκανε να αμφισβητώ κάθε ένστικτο που μου έδειχνε το ενδιαφέρον της. Μόνο όταν πλησίασε την ορχήστρα δήθεν να πιάσει κουβέντα αποκαλύφθηκαν όλα και χύθηκα για την κατάκτησή της.
- Soooo...you are the musicians...
- Yes, but you didn't tell us your name.
- I'm Nicole.
- From Prague?
- Noοο, from Beirut!
- Strange period for living in Lebanon!
- Indeed, will you dance with me?
Με τράβηξε από το χέρι πριν προλάβω να πω "ναι". Με το πρώτο λίκνισμα έφερε τα χείλη της στο αυτί μου και ψιθύρισε: "Tonight you are my playboy...". Μετά από λίγα λεπτά,, στη σάλα χορού του Chateau ρυθμού Rococco της κωμόπολης Dobris, χτισμένου το 1743, βρέθηκα τελικά να εκπληρώνω ανεπιτυχώς τον αρχικό σκοπό του ταξιδιού μου, αφήνοντάς τον τελείως στη μοίρα του. Να παίζω, σαν να μην παίζω, ένα παίξιμο ελεύθερο, μηχανικό, που έμοιαζε περισσότερο με σπάσιμο πέτρας σε κάτεργο παρά μουσική. Στο διάλειμμα, πέρασα από δίπλα της και έσυρα αργά και κρυφά το χέρι γύρω απ' τη μέση της και αμέσως χαθήκαμε, μιλώντας για ώρες στους πίσω κήπους του κάστρου και για μια στιγμή κρατηθήκαμε σφιχτά, με αδηφάγα φιλιά που μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου εναλλάσσονταν από σταγόνες υδρομέλι σε βαμπιρίστικα δαγκώματα και ξεσκίζοντας με τα χέρια μας την περιποιημένη εικόνα που έχτισε ο καθένας μπρος στην επισημότητα του γεγονότος που μας σύστησε. Γυρίσαμε στην αίθουσα διαλυμένοι και ξαναφτιαγμένοι όπως όπως. Κάποιοι κατάλαβαν. Κάποιοι άλλοι με κοίταξαν με φθόνο. Πώς είναι δυνατόν ένας ασήμαντος μουσικάντης να κερδίζει το αντικείμενο που απόψε πόθησαν πετυχημένοι γιατροί, δικηγόροι και χρηματιστές;
Όσο έμειναν να αναρωτιούνται, εμείς είχαμε εξαφανιστεί και βρεθήκαμε στιγμιαία, με ένα ξόρκι της, μέσα στο δωμάτιο 319, χωρίς τα ρούχα μας, σε τέλεια σωματική επαφή, κομμάτια του ίδιου παζλ που από λάθος είχαν χαθεί κάπου στην υδρόγειο και ξαναβρέθηκαν πάλι από λάθος στην Πράγα, με βαθιές νυχιές που έσκιζαν τη σάρκα, με σφιξίματα που έκοβαν το αίμα και ανάσες θανατερές, κοφτερά σπαθιά που διαπερνούσαν τα μέσα μας..."
Όσο κοιμόταν ντύθηκα κι άφησα το δωμάτιο 319. Το επόμενο πρωί θα ένοιωθα βαθιά το μίσος των καλεσμένων και των καμαρότων που έβγαιναν από την κύρια είσοδο του Intercontinental, καθώς η Nicole Ella κι εγώ φιλιόμασταν μπροστά τους, με εφηβική επιδεικτικότητα και πάθος για τελευταία μας φορά. Καιρό αργότερα, όσες στιγμές ήρθαν για να με φοβερίσουν, μπροστά σε θανάτους και απώλειες προσώπων τις έδιωξα με εκείνο το μαγικό φίλτρο που μου έδωσε ίσως άθελά της σε μια ανύποπτη στιγμή, καθώς ήμασταν λιωμένοι σε εκείνο το κρεβάτι. Κι εκείνο έλεγε: