Δευτέρα
<< Rewind III
Ljubljana
Έπρεπε να αφήσω κάτω τις βαλίτσες για να ανοίξω τη βαριά πόρτα που οδηγεί στις σκάλες για τα μικρά κελιά της Celica. Το μέρος αυτό ήταν παλιά στρατιωτική φυλακή, τον καιρό του εμφυλίου, που τα Βαλκάνια διαιρούνταν συνεχώς. Βρισκόταν πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης και είχε φιλοξενήσει πολλούς από τους σημερινούς πολιτικούς της Σλοβενίας. Τώρα, στον καιρό της ανάπτυξης, που η χώρα έχει φύγει χρόνια μπροστά από τις υπόλοιπες Σλαβόφωνες χώρες, η φύλακη έγινε πολύχρωμο youth hostel και κάθε κελί του έχει σχεδιαστεί απ' την αρχή από διαφορετικό αρχιτέκτονα και στους τρεις ορόφους του βλέπεις διαφορετικά μεταξύ τους έργα τέχνης. Χρειάζεσαι πάντα δυο κλειδιά για να μπεις. Ένα για την καγκελένια πόρτα του κελιού σου κι ένα για την ξύλινη. Πριν από αυτές όμως θα πρέπει να καταφέρεις να ανοίξεις την κεντρική για να βρεις το κλιμακοστάσιο και να ανέβεις στον όροφό σου. Πριν προλάβω να σηκώσω γρήγορα τα μπαγκάζια μου και να περάσω η Jasna Jovicevic κατέβηκε γοργά τις σκάλες κοιτώντας κάτω, με ανέκφραστο το παιχνιδιάρικο Σέρβικο βλέμμα της, με τα λακάκια ντροπαλά πάνω στα μάγουλα και τα καστανά μαλλιά της πιασμένα πίσω. Φορούσε ένα κολλητό σκούρο μπλε μπλουζάκι, βασανιστικά και ελάχιστα αποκαλυπτικό, όσο χρειαζόταν να υπονοήσει ένα τέλειο στήθος. Δε θυμάμαι αν λόγω ευγενείας ή εξαιτίας της εικόνας που με αποσυντόνισε της κράτησα ανοιχτή την πόρτα. Πέρασε αμέσως, χωρίς να με κοιτάξει καν, χωρίς να πει ούτε ευχαριστώ.
Το πρωινό ψιλόβροχο είχε σταματήσει παραχωρώντας τη θέση του σε μια λιακάδα, σχεδόν Οκτωβριανή, ισχνή, χωρίς αυτοπεποίθηση που ίσα ίσα σε άφηνε να φορέσεις κοντομάνικα και υποχρεώνοντας σε ταυτόχρονα να κουβαλάς μαζί σου ένα αδιάβροχο ή μια ζακέτα. Περπατήσαμε με τους υπόλοιπους - που είχαν ξυπνήσει πριν λίγο από το δεκαεννιάωρο ταξίδι τους με τροχόσπιτο από το Amsterdam - προς το κέντρο της πόλης την πλατεία του κοινοβουλίου όπου σύμφωνα με τις οδηγίες έπρεπε να βρεθούμε στις τρεις ακριβώς για συνέντευξη. Είχαν μαζευτεί εκεί τηλεοπτικά συνεργεία, βαν, τεχνικοί και ένας σωρός κόσμος, οι καλλιτέχνες του φεστιβάλ. Αποφασίστηκε τη συνέντευξη να τη δώσουμε μαζί, ο "Δράκος" κι εγώ. Ο φλεγματικός Βρετανός δημοσιογράφος ελάφραινε τρομερά την ατμόσφαιρα και μαζί με το τεράστιο μαξιλάρι που σου έδιναν να καθίσεις και τα πλατάνια που σκίαζαν από πάνω δημιουργούσαν ιδανικό σκηνικό, όχι για συνέντευξη αλλά περισσότερο για ψυχοθεραπευτική συνεδρία. Η Jasna ήταν εκεί. Μιλούσε ακριβώς πριν από μας. Είχε απλωθεί στο μαξιλάρι της και γέρνοντας προς τη μεριά μας ο λαιμός της μπλούζας χαλάρωνε και το στήθος της εμφανιζόταν όπως το είχα προβλέψει το πρωί. Μεγάλο, ολοστρόγγυλο και σφιχτό. Με δυσκολία κατάφερα να συγκεντρωθώ στα λόγια της και την άκουσα να μιλάει για τη μπάντα της, να έχει τεράστια αυτοπεποίθηση για τις μουσικές που γράφει, για τον τρόπο που παίζει σαξόφωνο, για τις υποτροφίες στην Αμερική και τα βραβεία στις bienalle. Έμοιαζε τρομακτικά με αυτούς τους απωθητικούς ανθρώπους που ζουν αποκλειστικά για το εγώ τους κι έτσι καταλήγουν να μην ζουν. Όταν τα μαξιλάρια μας, κατά τύχη, πλησίασαν επικίνδυνα αναγκαστήκαμε να μιλήσουμε και να συστηθούμε. Ευτυχώς τα μαύρα γυαλιά μου έκρυβαν καλά την κατεύθυνση του βλέμματός μου που ωστόσο συχνά εκτός από το σώμα της χαριζόταν στο υπέροχο χαμόγελο και τα παιχνιδιάρικα ματάκια της. Βρεθήκαμε ξανά τυχαία στην ίδια παρέα ενός club μιας ταράτσας, ανάμεσα σε επαρχιώτες Σλοβένους με ξανθές ανταύγειες και σιτεμένες γυναίκες που δεν εννοούν να απολαύσουν τα στάδια της ζωής που περνάει με τον τρόπο που τους αξίζει κι επιμένουν να προσπαθούν να νιώθουν και να φέρονται σαν εικοσάρες. Η Jasna συνοδευόταν από έναν γλυκό ντόπιο που την ακολουθούσε σέρνοντας μαζί και το ποδήλατό του. Την κοιτούσε ασταμάτητα, με βλέμμα που ικέτευε για την προσοχή της και της μιλούσε συνέχεια χαμογελώντας. Εκείνη ανταποκρινόταν στο χαμόγελο κοιτώντας αλλού, προσπαθώντας να αποφύγει κάθε παραπέρα οικειότητα μαζί του. Τα μάτια μας έπαιζαν κατά διαστήματα κι όταν όλοι μπλέκαμε σε τρελούς χορούς και μέσα στον κύκλο μας μπερδεύομασταν με όλους, έκανα την κίνησή μου. Την κάρφωνα με θράσσος, της χαμογελούσα αναιδέστατα αλλά ποτέ δεν την χόρεψα. Έφτασα κοντά της, έκανα τάχα πως θα την τραβούσα μαζί μου αλλά στο τέλος απομακρυνόμουν κι έπιανα πότε καμια Κροάτισσα και πότε καμιά δικιά μας Ελληνίδα. Η έπαρσή της μου έβγαζε πολλές τέτοιες μαλακισμένες πλεϋμποΰστικες στρατηγικές. Όμως, διάολε, πιάνουν γιατί συχνά οι γυναίκες μας οδηγούν σε αυτές. Κι έτσι το δήθεν άνετο χαμόγελό της πρόδιδε παρ' όλα αυτά την απορία της. Ο Σλοβένος ακόλουθος απλά παρατηρούσε με το γλυκό και αγαθό του υφάκι.
Το ξημέρωμα βρέθηκα μέσα στο τροχόσπιτο παρκαρισμένο έξω από την Celica. Δεν είχε κελί για μένα γιατί λόγω στρατού δεν ήταν σίγουρη η συμμετοχή μου στο φεστιβάλ και τα δωμάτια είχαν κλείσει για όλους μείον έναν. Κι έτσι ξάπλωσα στο πάνω κρεβάτι της καμπίνας κοιτώντας απ' το παράθυρο τον άδειο δρόμο.
Τους είδα να περπατούν αργά, γελώντας νωχελικά και όμορφα και το ποδήλατο που είχε ώρες να καβαληθεί να αφήνει εκείνο το μικρό θόρυβο της αλυσίδας που δε γυρίζει από πεταλιές αλλά από τσούλημα σε νεκρά ταχύτητα, σαν να γρινιάζει κάπως επειδή δεν το τρέχεις. Έφτασαν στην πόρτα. Τράβηξα την κουρτίνα ώστε να αφήνει μόνο ένα ελάχιστο άνοιγμα για το μάτι μου. Ο ποδηλάτης κινήθηκε αργά προς το μέρος της..."Μην τον φιλήσεις, μην τον φιλήσεις...!!!". Της έπιασε το χέρι κι έφερε το κεφάλι προς το δικό της. Εκατοστά πριν αγγίξουν τα χείλη τους η Jasna έστριψε απότομα. Ο Σλοβένος χαμογέλασε θλιμμένα. Κάτι είπαν στις γλώσσες τους. Δεν είχε σημασία. Σημασία είχε μόνο ότι υπήρχε χρόνος για την κατάκτησή της...
Η επόμενη νύχτα ήταν τόσο βροχερή που έστειλε όλο το φεστιβάλ στο μέρος που παίζαμε γιατί ήταν το μόνο σκεπαστό που προστατεύονταν από τον καιρό. Στεκόταν τόσο κοντά στη σκηνή και είχαμε τόση επαφή με τα μάτια που στο τέλος παραδέχτηκα ότι έπαιζα μοναχά γι' αυτήν. Μου ξέφευγαν βαλκανικά fills, σέρβικα rolls και rimshots μαζί με oro αισθητική και κάθε φορά που έπαιζα κάτι που έμοιαζε με τη μουσική του τόπου που μεγάλωσε κι είχε παρατήσει για να ζήσει στην Αμερική, γελούσαμε ο ένας στον άλλον και τα λακάκια της, συνεχώς εμφανή και έντονα ευτυχισμένα χωρούσαν όλη την αίθουσα, όλους τους ρυθμούς και τις συγχορδίες και η βραδιά νικημένη και παραδεχόμενη την εξέλιξή της, βυθιζόταν αργά σε έναν ακόμη προαναγγελθέντα και εφήμερο έρωτα.
Ύστερα από λίτρα κόκκινο κρασί σε ένα underground πάρτυ, τρυφερά και κρυφά αγγίγματα, το νοικιασμένο τροχόσπιτο φιλοξένησε στις αναρτήσεις του τις βίαιες ταλαντώσεις μας. Η Jasna ήταν σοκαριστικά διαφορετική από την εικόνα της γυναίκας δολοφόνου που έδειχνε όταν μιλούσε για τη δουλειά της. Τόσο δοτική και εκφραστική, ανοιχτή να την κατακτήσεις και να κατακτηθείς και τα τριάντα της χρόνια συμπυκνώνονταν κάνοντάς την να κουρνιάζει σαν κοριτσάκι και να καυλώνει σαν έφηβη. Να ζητάει συνεχώς, να απαιτεί απ' τον εραστή της πότε γλυκιά και πότε βάρβαρη ικανοποίηση. Να σε κάνει να νιώθεις μόνος μαζί της σε ένα σύμπαν ολόκληρο που αυξομειώνει το μέγεθός του παράλληλα με τις κίνησεις μέσα κι έξω από τα σώματά σας.
Την άλλη μέρα, ως τυπικά ηλίθιο και ενστικτώδες αρσενικό, είχα μετανοιώσει για όλα αυτά. Μέσα στο όνειρο του ταξιδιού, στην ομορφιά της πόλης των Δράκων και της Jasna, αφέθηκα σε μια ακόμη βουτιά στον σύντομο, χωρίς υποχρεώσεις και μέλλον έρωτα που αυτή τη φορά ήταν απαγορευμένος γιατί η ζωή μου τότε πήγαινε παράλληλα με κάποιου άλλου ανθρώπου που αγαπούσα πολύ.
Το βράδυ ήρθε απρόσκλητα στο κελί που μου άφησαν οι υπόλοιποι, μια που είχαν φύγει για το Άμστερνταμ μια μέρα νωρίτερα. Προσπάθησα να το αποφύγω. Με έβρισε και χτύπησε την πόρτα φεύγοντας. Την έπιασα από το μπράτσο. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί νοιάστηκα. Μπορεί από έμφυτο και άπειρο εγωισμό, μήπως και χαλάσει η εικόνα μου μπροστά σε μια ακόμη πρακτικά άγνωστη. Δεν ξέρω. Την τράβηξα μέσα και η νύχτα πήρε ξαναπήρε σταδιακά τη χτεσινή της πορεία...
Ο μήνας έφτανε στο τέλος του με καθημερινά πανομοιότυπα πρωινά ψιλόβροχα. Η Jasna κρατούσε σε κάθε χέρι από μια βαλίτσα με τα σαξόφωνά της. Είχε λυμένα τα μαλλιά και από πάνω, το σώμα της καλύπτονταν από ένα κόκκινο παλτό, υποκύπτωντας στο προχωρημένο φθινόπωρο...Το αντίο της ήταν το πιο δυνατό από όλα. Ίσως γιατί το 'χε πει στη γλώσσα της, νομίζοντας πως δε θα καταλάβω: "Dovidjenja..."
Το νυχτερινό τρένο για Θεσσαλονίκη, χωρίς έλεος, ξεκίνησε το εικοσιτετράωρο ταξίδι του. Ο κρότος των αναρτήσεων προσπαθούσε να με ησυχάσει και να με βυθίσει σε ύπνωση, ξυπνώντας με έτσι από το απαγορευμένο όνειρο της Ljubljana. Να με γυρίσει στον κόσμο που διάλεξα να αγαπώ και να αδικώ. Η μηχανή υποσχέθηκε ότι θα το κάνει γρήγορα κι ανώδυνα. Σε μερικές ώρες, μισοναρκωμένος, την κατάλαβα που μπεσαλίδικα πάλευε να κερδίσει τη νότια κούρσα κόντρα στους Βαρδάρηδες. Τον ποταμό και τον άνεμο...