Κυριακή

<< Rewind II




Alphen aan den Rijn

O Christian με παρέλαβε από τον τερματικό σταθμό του Alphen aan den Rijn το απογευματάκι. Ήταν μια γκρίζα Παρασκευή, το τέλος μιας πολύ κουραστικής εβδομάδας, με καιρό αρκετά πιο αναποφάσιστο από τις άλλες μέρες και με ένα περίεργο συναίσθημα του πλησιάσματος του χρόνου που θα με έφερνε πίσω στην Ελλάδα. Όμως η κούραση του οκταώρου είχε εξαφανιστεί από τη στιγμή που το λεωφορείο ξεκίνησε από τον κεντρικό σταθμό του Amsterdam και ταξίδεψε νότια μέσα σε καταπράσινες εκτάσεις, πλάι από το περίπλοκο αεροδρόμιο Schiphol, σε ευθυγραμμισμένες λεωφόρους και ανισόπεδους κόμβους. Και φυσικά η τεράστια προσμονή να ξαναδώ τους φίλους που περάσαμε μαζί στιγμές στο ανοιξιάτικο Montpellier.

Και τώρα νοικιασμένο ποδήλατο και αργό πετάλι στους μισοβρεγμένους ποδηλατόδρομους μιας μικρής πόλης, που την ονόμασαν τιμητικά το "Άλφα του Ρήνου" γιατί κάπου εκεί υγραίνει τις τελευταίες του όχθες ο ποταμός Gouwe, ο "παλιός" Ρήνος, παρακλάδι του αυθεντικού Ρήνου που είναι παντοτινό σύμβολο της κεντρικής Ευρώπης, που μαζεύεται ψηλά στις Ελβετικές Άλπεις για να κυλήσει χίλια τριακόσια χιλιόμετρα μέσα από ένα σωρό χώρες πριν ενωθεί για πάντα με τη Βόρεια Θάλασσα.

Το μικρό δωμάτιο που μου βρήκε ο Christian για το Σαββατοκύριακο θύμιζε πολύ εργατική κατοικία σε υποβαθμισμένη γειτονιά του Sheffield. Ήταν στον τρίτο όροφο ενός τελείως έρημου κτιρίου, είχε πάμφτηνα αλουμινένια κουφώματα, παμβρώμικη γκρίζ
α μοκέτα και παλιά ξύλινη πόρτα. Έμοιαζε το τέλειο μέρος για συντέλεση ερωτικών εγκλημάτων, παραγωγών φτηνού πορνό ή για μικρές παράνομες ερωτικές συνευρέσεις και όργια. Επίσης έμοιαζε το τέλειο μέρος έμπνευσης σεναρίων απίστευτου τρόμου. Σα να προσπάθησε πολύ ο μηχανικός να το φτιάξει όσο πιο καταθλιπτικό και τρομακτικό γινόταν. Παρόλα αυτά ήταν ότι έπρεπε για ήσυχο ύπνο δυο βραδιών.

Όταν είδα τη Nicolina Visser ξανά μετά από τόσους μήνες απλά θαύμασα πάλι την ομορφιά της. Αυτή την αυθαδέστατη γλυκύτητα και αρμονία, το ευλύγιστο και λεπτό σώμα της που κατέληγε σε ένα απίστευτα ζωηρό κεφάλι με κοντά κόκκινα μαλλιά, με παραμυθένια χαρακτηριστικά και με μάτια που άλλαζαν χρώμα από πράσινο σε γκρι ανάλογα με τη διάθεση
- έτσι είχα αποφανθεί. Τη θυμόμουν από τη Γαλλία, όπου δεν είχα ιδιαίτερα πάρε-δώσε μαζί της. Θυμόμουν όμως και τις αντιδράσεις των υπολοίπων που την κοιτούσαν σα θήραμα να περνάει μπροστά από μια αγέλη σαρκοβόρων, με υπερυψωμένα τα οπίσθιά της, με την αθωωότητα αντιλόπης αλλά και λιγάκι από το παγωνίσιο καμάρι και ήμουν σίγουρος ότι η ίδια είχε θαυμάσει πολλές φορές γυμνό τον εαυτό της στους καθρέφτες της - παρατημένης από τον άντρα της - ζωντοχήρας μάνας της, σε σπίτια φιλενάδων και σε εφηβικά δωμάτια αγοριών.
Όμως από εκείνη την πρώτη στιγμή του θαυμασμού μου για αυτή - που κατέληξε στιγμιαία σε μια μικρή ενστικτώδη ερωτική φαντασίωση από αυτές που ο κόσμος σπάνια παραδέχεται ότι ένιωσε -
είχα ένα περίεργο προαίσθημα για μας τους δυο. Χωρίς να υπάρχει τίποτα το χειροπιαστό, κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει το ενδιαφέρον της για μένα, όταν μαζευτήκαμε όλοι μαζι να καπνίσουμε στο μικρό μου δωμάτιο κάθε τόσο προβάλλονταν στον τοίχο απέναντί μου εικόνες από το προσεχές και βραχύχρονο κοινό μας μέλλον.

Το Σαββατιάτικο πρωινό μας κέρασε ομαδικώς ομελ
έτες, χυμούς και καφέδες σε ένα πανέμορφο μαγαζάκι και μας πήγε σε ένα σωρό γωνιές της κωμόπολης. Καταλήξαμε να παίζουμε το μεσημέρι minigolf και να
χαζεύουμε τα κατοικίδια μιας φάρμας μέσα σε ένα ξύλινο σπιτάκι.
Και μετά από όλες αυτές τις ώρες που περάσαμε μαζί, έφτασα να επιθυμώ τη Nicolina τόσο έντονα που συχνά έπιασα τον εαυτό μου ένα βήμα πριν της το δείξει. Κι όμως πάντα δίσταζα γιατί δεν ήξερα σχεδόν τίποτα για αυτήν. Ούτε ποια είναι, ούτε πως ζει ούτε
αν την περιμένει κάποιος στην άλλη άκρη της πόλης κι αν η ίδια τα βράδια κοιτάει υπομονετικά την αλέα της γειτονιάς της περιμένοντας να διακρίνει ένα συγκεκριμένο ποδήλατο που το οδηγούν δυο αγαπημένα της χέρια.

Ώσπου βρέθηκα να την έχω ακριβώς μπροστά μου στο κατώφλι της πόρτας της μικρής φάρμας, κοιτώντας έξω και περιμένοντας τη βροχή.
Κι εκείνη τη στιγμή ο ουρανός πέταξε επιτέλους τα κόμπλεξ από πάνω του και από πάνω μου και ξέσπασε σαν σπαρακτικό κλάμα μετά από σφίξιμο, από ράγισμα καρδιάς που παρόλο που δεν έπρεπε για κανένα λόγο να αφεθεί ελεύθερη να εκφραστεί, διαλ
ύθηκε στα κομμάτια που την συνέθεταν. Κι άρχισε να ρίχνει χοντρές στάλες με δύναμη και πάθος προς την Ολλανδική γη, να τη λασπώσει, να τη χαλάσει, να την παρασύρει στον καθ' ομοίωση στεναγμό του. Κι όλο αυτό έγινε μέσα μου σπίρτο και αναλαμπή: ή όλα ή τίποτα, η ζωή δε θα περιμένει άλλο.
Άρπαξα τη Nicolina από τη μέση και την τράβηξα απότομα έξω από το ξύλινο σπιτάκι. Και αρχίσαμε να χορεύουμε μόνοι, με μαέστρο τον αποφασισμένο πια ουρανό, να σολάρει μοναχά για μας, ένα tango υγρών κρουστών πάνω στο χώμα και στο πλακόστρωτο. Η Nicolina ξεπέρασε σχεδόν αμέσως το σοκ της αρπαγής μου κι έβαλε τα γέλια, δυνατά, φρέσκα,
νεανικά και ζηλευτά μέχρι θανάτου από τους δυστυχισμένους αυτού του κόσμου και με έπιασε πιο σφιχτά, να τελειώσουμε εκείνον τον χορό.

Έτσι έγινε. Γυρίσαμε μέσα στο σπιτάκι βρεγμένοι μέχρι τα σπλάχνα μας και γελούσαμε για πολλή ώρα ακόμα, με το γέλιο μας να γίνεται κάτι σαν τραγούδι πρόσκαιρης ευτυχίας και είχε ο καθένας ένα βλέμμα ευθύ και δυνατό, σχεδόν ανταγωνιστικό κόντρα σ΄αυτό του άλλου. Ορκίζομαι ότι εκείνη τη στιγμή τα μάτια της Nicolina Visser ήταν καταπράσινα, σε τέλεια αντίθεση με τον κύριο Ουρανό που ξαλάφρωσε μετά από όλα αυτά κι άρχισε να συνέρχεται σιγά σιγ
ά από τη μουντή του διάθεση, ξεκινώντας το κιτρίνισμα του μεσημεριού.

Κι έφτασε τελικά ένα βράδυ που μας έβαλε να φιληθούμε για πρώτη φορά με μάρτυρες τους υπόλοιπους φίλους, δήθεν για να κερδηθεί ένα παιδιάστικο στοίχημα και ύστερα να έρθουν τα σκοτάδια της επαρχιακής πόλης να φωτίσουν δεκάδες αγγίγματα και εξερευνητικά χάδια.

Η πρωινή Κυριακή κύλησε με νωχελικά στριφογυρίσματα στο νοικιασμένο κρεβάτι, με γυμνά απλώματα του ενός πάνω στον άλλον και αργότερα στους μεσημεριάτικους δρόμους με βρεγμένα ρούχα και χιλιάδες παράλληλες πεταλιές. Και πέρασαν τόσο αργά οι ώρες, τόσο αντίθετα στον κανόνα που διατάζει το χρόνο να τρέχει όταν λατρεύεις τις στιγμές που βιώνεις, σα να ήθελε με εργαλείο εμάς η "μέρα του θεού" να επαναστατήσει ενάντια στις ανόητες προσταγές της θρησκείας, που την όρισε σαν ημέρα προσευχής και αυτοσυγκράτησης κι έπειτα, για πληρωμή, να μας δέσει, με όποιον τρόπο, για όσο χρόνο και όσο πολύ θα μπορούσαν να δεθούν δυο πρακτικά άγνωστοι, μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο φευγαλέου, ανέμελου και χωρίς κανένα απολύτως μέλλον έρωτα.

Ώρες μετά, ο γραβατωμένος οδηγός μου 'κανε ένα μικρό νεύμα να ανέβω στο άδειο λεωφορείο και το μικρό παγκάκι που μας βαστούσε πριν την αναχώρηση έτριξε κάπως, καθώς κινήθηκα να σηκωθώ. Και τότε μου φάνηκε ότι είδα τις μικρές της κόρες να παίρνουν χρώμα συννεφιασμένο, σαν αυτό που βλέπεις παντού γύρω σου λίγο πριν αρχίσει να ψιχαλίζει. Αλλά ποτέ δεν ήμουν απόλυτα σίγουρος γι' αυτό.



Amsterdam

Ένα τεράστιο και ασταμάτητο τσίρκο είναι το Amsterdam. Κι ο κόσμος του γίνεται λευκή κορίνα, χρωματιστό μπαλάκι και φωσφορίζον flowerstick στα χέρια ενός θεοπάλαβου υπερφυσικού ζογκλέρ και περιπλανιέται σχεδόν άσκοπα εδώ κι εκεί, πότε πιωμένος, πότε μαστουρωμένος, πότε ξαναμμένος και πάντα από πάνω ο ίδιος ανόητος και παιδαριώδης ουρανός των κάτω χωρών, να χαζολογάει με τους ανθρώπους και να παίζει με τις διαθέσεις τους, ξεσπώντας πάνω τους για όσα καψόνια του κάνει αιώνες τώρα ο Ατλαντικός ωκεανός, που τον μαστιγώνει κάθε τόσο με χαμηλά βαρομετρικά και ψυχρά μέτωπα. Ένας ουρανός βασανισμένος, ομοίωμα πια του ζαβολιάρη Ερμή, που πάνω στο κακόβουλο παιχνίδι του μπορούσε να κάνει και τον πιο παλιό και σκληρό απο εμάς, τους εργάτες των δρόμων, να λυγίσει, αναγκάζοντάς τον να δουλεύει ανά πεντάλεπτα, μια με ιδρωμένα κοντομάνικα και μια με κρύα αδιάβροχα.

Κι όμως εκείνη η μέρα ήταν η πρώτη που είδα έναν καιρό διαφορετικό, σαν ώριμο, άγρια ερωτευμένο αρσενικό, με χτισμένο σε ακλόνητη γη το "θέλω" του, να στερεώνει γερά έναν ολόχρυσο μεσογειακό ήλιο πάνω από την πόλη, να ποτίζει με τόσες αχτίδες τον κόσμο μας, που κανονικά για την περιοχή θα χρειαζόταν μια ολόκληρη εβδομάδα.

Περπατούσαμε ασταμάτητα. Χωρίς να πηγαίνουμε πουθενά συγκεκριμένα. Σταματούσαμε πάντα τυχαία. Καταλήξαμε στο απαίσια τουριστικό Damrak, μπροστά στο παλιό παλάτι, καθισμένοι γελώντας σε μαρμάρινα σκαλάκια, να αλλάζουμε φιλιά στο λαιμό με το ρυθμό μιας Σικελιάνικης ταραντέλας και των βαλς ενός πλανόδιου carusel. Χωρίς υποσχέσεις, χωρίς ανταλλάγματα. Ζώντας το τώρα, με αυθόρμητη αυστηρότητα και πηγαία εφημερία.

Και ύστερα αποφασίσαμε να συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις στα κουρασμένα μας μέλη και να πάμε περπατώντας μέχρι το Noord. Κι εκεί, αποκαμωμένοι, με γλυκιά κούραση χτυπημένη στο ίδιο ποτήρι με καυτερή νεανική επιθυμία, πάνω σε ένα άλλο παγκάκι, δίπλα στο γεμάτο γηροκομείο της οδού Beemsterstraad μπερδέψαμε γλυκά και άγρια μαζί τα μέλη μας, κάνοντας τους περαστικούς ηλικωμένους να εξασκούν ξανά μετά από τόσες δεκαετίες ζωής την ικανότητά τους για διακριτικότητα.

Όταν βράδιασε αποχαιρετιστήκαμε εύκολα στο σταθμό, χωρίς πολλά πολλά. Ξέραμε κι οι δυο καλά ότι τα αύριό μας δε συναντώνται πουθενά κι ότι όσα ζήσαμε παράλληλα, απλά τελείωναν εκεί. Κι έτσι είχαμε το ίδιο χαμόγελο ευτυχίας, ευγνωμονόντας το άγνωστο για τις λίγες στιγμές που μας κλήρωσε να ζήσουμε και για την πηγή που μας έλουσε την τεράστιας αξίας συνείδητοποίηση του να ζεις αυτές τις στιγμές αμέσως, ρεαλιστικά και αχόρταγα, χωρίς όμως προσδοκίες, χωρίς άπληστες και αφελείς αναμονές. Τα στόματα μας αγγίχτηκαν για τελευταία φορά, μισοφιλώντας αλλά περισσότερο μισογελώντας και η Nicolina Visser με εκείνο το γνωστό πάτημα της αντιλόπης ανέβηκε αέρινα τα σκαλιά του διόροφου βαγονιού. Και δεν την είδα ποτέ ξανά. Πήρα το ποδήλατο απ' το πάρκινγκ και τράβηξα αργά αργά για τη Jisperveldstraad, με αργές φιδίσιες πορειές και με απλανές και απέραντο χαμόγελο, νιώθωντας πληρωμένα τα μέσα μου με αλλόκοτη και δύσκολη και χαρούμενη και μπερδεμένη και άδικη και σύντομη αλλά τόσο γαμημένα γνήσια και γεμάτη ζωή!