Kύλησαν ήσυχα οι μέρες στην Pistoia, πήγαινα στου Gianluca στις 9 και έφευγα στις 6. Τα μεσημέρια τρώγαμε με τη Giorgia που μαγείρευε απίστευτα και μετά συνεχίζαμε τη δουλειά. Τα απογεύματα γυρνούσα συνεχώς από δω κι από κει, πήγαινα στην αγαπημένη μου Gargantu'a και την έπεφτα πάντα μόνος στο bar με κουβεντούλα με τους Chicco και Alen. Κατά ένα περίεργο τρόπο με είχαν μάθει στα στέκια, ίσως γιατί ήμουν ο μόνος ξένος σε μια πόλη εκατό χιλιάδων ανθρώπων. Ήξεραν τι πίνω, τι pizza προτιμάω, δε μου ζητούσαν χαρτιά στα internet points και στο ξενοδοχείο μου ετοίμαζαν τον πρωινό μου cappucho πριν ακόμα τον ζητήσω. Φαινόταν ότι τους έκανε αίσθηση κάποιος που εμφανίζεται ξαφνικά ολομόναχος χωρίς προφανή σκοπό, για λίγες μέρες σε μια πόλη που δεν έχει ούτε μισό τουρίστα. Ήμουν τελικά μέρος της καθημερινότητάς τους!
Το βράδυ της τελευταίας μέρας στη δουλειά κανονίσαμε με τον Claudio να βγούμε. Ο μαγκάκος αυτός είναι Αλβανός που 'χε έρθει λαθραία πριν από 9 χρόνια στα μέρη εκείνα. Είχε αποτύχει να μπει στην Ελλάδα, αφού στην Καστοριά τον είχαν μπουζουριάσει από νωρίς και στα Γιάννενα περίμενε 3 μήνες το Σαλονικιό νταλικέρη που τον κορόιδεψε ότι θα τον πήγαινε στην Ιταλία και έτσι του έφαγε τα λεφτά. Τελικά, μέσα σε απόγνωση, ένα πρωί ενός Οκτώβρη, βούτηξε στα ανοιχτά του Bari και κολύμπησε στα κρύα νερά της Αδριατικής, πηδώντας από ένα φουσκωτό που περνούσε λαθραία Αλβανούς στην Ιταλία. Το πραγματικό του όνομα ήταν Clontin, από μια γαλλική ταινία που 'χε δει ο πατέρας του λίγο πριν γεννηθεί και του άρεσε το όνομα. Αλλά ποιός εξηγεί τώρα στους Ιταλους....το κάνεις Claudio και τελείωσε.
Ο Claudio ξεκίνησε τη ζωή στην Toσκάνη ως βαποράκι κοκαίνης στο Montacatini Terme, μια πόλη δίπλα στην Pistoia που έχει άπειρα ξενοδοχεία για τους λάτρες των λουτρών, πολλή χλίδα και νυχτερινή ζωή. Εκεί έσπρωχναν την κοκίτσα μαζί με άλλα Αλβανοαλανάκια, ώσπου μια μέρα μύρισε μπαρούτι και ο μικροκαμωμένος Claudio "έστριψε" για παραδίπλα, στην Pistoia όπου άρχισε την τίμια εργασία στο φυτώριο του Gianluca.
Ήρθε και με πήρε από το ξενοδοχείο, μου έδωσε να οδηγήσω το αμάξι του για να το τεστάρω και βγήκαμε στην autostrada με 190χλμ την ώρα προς το Montecatini. Στα Ιταλικά τα λέγαμε και βγάζαμε πολύ γέλιο στη διαδρομή. Παρκάραμε κάπου στο κέντρο, αράξαμε σε ένα bar κι εκεί μου είπε την ιστορία του. Στο τέλος μου ορκίστηκε ότι αν έπαιρνε τα ίδια λεφτά που παίρνει τώρα θα προτιμούσε να γυρίσει στη χώρα του κι ας είναι σκατά η κατάσταση εκεί.
Ο μαλάκας δε μ' άφηνε να πληρώσω, κάθε φορά που προσπάθησα έλεγε: "Νοοοο, mai con Claudio"
Πήγαμε στη μεγαλύτερη discoteca του Montecatini, ήταν ό,τι πιο 80's έχω δει στη ζωή μου. Don Carlos με τ' όνομα.
Γυρνώντας προς Pistoia μεριά μου λέει ο Claudio:
- ..........vuoi trompare sta sera?
- Ιο trompare?Cosa, una puttana?
-Siiiii, una puttana.
Ο Claudio πηδούσε συχνά πουτάνες γιατί, έλεγε, ότι έλειπαν οι γυναίκες από την περιοχή.
"Νο moni in Pistoia... no moni..." έλεγε, το μουνί ήταν η μόνη ελληνική λέξη που είχε φροντίσει να μάθει όσο κάθησε στην Ελλάδα!
Προσπάθησα λοιπόν διακριτικά να το αποφύγω , λέγοντας αμήχανα πως "Εντάξει, όχι καλά είμαι μωρέ κλπ..." κι o Claudio μου πε:" Οκ πάμε μια βόλτα να δεις,έτσι για πλάκα."
Μπουρδελότσαρκες κάναμε κι από πιτσιρίκια, ιδίως έτσι μέσα στο αμάξι όπως τώρα, να γλιτώνεις και το κρύο του Φλεβάρη, κανένα πρόβλημα. Γιατί εκεί οι πιο πολλές πουτάνες της Pistoia τη στήνουν στην επαρχιακή οδό για Φλωρεντία μέσα στη νύχτα, ολομόναχες, συνήθως χωρίς νταβατζήδες, σε κλειστά σκοτεινά βενζινάδικα, ή σε σημεία γνωστά στους αγαπητικούς τους.
Τρέχοντας με το Golf, ξαφνικά ο C. φρενάρει απότομα, τραβάει χειρόφρενο και επι τόπου γυρίζει το αμάξι προς την άλλη μεριά. Κάνα δυο φορτηγά κορνάρουν αλλά ο Κλαύδιος στ' αρχίδια του. Βουρ για τον πατσά.
- Πού την είδες; του λέω
- Εeeeehhh, μου λέει, guarda, guarda (πρόσεχε, πρόσεχε)!!!
Πάμε κοντά της. Είναι μια μαύρη πιτσιρίκα, σίγουρα κάτω απο 18. Πανέμορφη. Με ένα ξέκωλο κολλητό shorts, με μπούστο και δίχτυ από πάνω από το φουσκωμένο στήθος της.
Ο C. αρχίζει για πλάκα τα παζάρια. Έτσι νόμιζα δηλαδή.
- Εeeeeh της λέει, ragazzina, quandi euri vuoi per una volta?
- Trenta
- Noooo venti, απαντάει ο C.
- Τreeenta λέει εκείνη γκρινιάζοντας με το μαλάκα τον Αλβανό που της κάνει παζάρια νυχτιάτικα.
Ο C. παίρνει το πιο γλυκό του ύφος:
- Veeenti
- Τreeenta αυτή ακόμη πιο γλυκά
Ο C. επιμένει και τελικά την πείθει. Μας λέει να πάμε πίσω από το πλυντήριο. Οδηγάει το αμάξι εκεί.
Εγώ έχω αρχίσει να τα παίρνω που ο C. καύλωσε να γαμήσει τέτοια ώρα και θα περίμενα στο κρύο να τελειώσει. Μόλις σβήνει τη μηχανή μου λέει:
- Αlora, πάω να καπνίσω, εσύ κάτσε εδώ μέσα και γάμα όσο θες, με την άνεσή σου.....
- .................μα.......
- ΕΓΩ κερνάω, ΠΟΤΕ ΚΑΝΕΙΣ δεν πληρώνει με τον Claudio! είπε φεύγοντας με το τσιγάράκι του στο στόμα.
"Το make love to a motor car,
it's all I want to do
don't care about the color
black green or blue..."
- Tiger Lillies.mp3
Ρε γαμώτο,να σας ψιθυρίσω κάτι χωρίς να το ακούσει ο Claudio.... είχα από μικρός πείσει τον εαυτό μου ότι δε θα πληρώσω ποτέ για σεξ, ακόμη και στις πιο μεγάλες στιγμές μοναξιάς μου, παρόλο που αγαπάω τις πουτάνες και πάντα με γοήτευε η ζωή τους, η δουλειά τους και η δύναμή τους. Όταν έζησα στο Amsterdan πήγαινά έξω από τις βιτρίνες της Red Light District και τις χάζευα. Τους χαμογελούσα μισοκαυλωμένος και μισογοητευμένος. Κι αυτές με φωνάζανε να μπω. Κάποτε, για μια στιγμή ερωτεύτηκα μια μελαχρινή από κείνες τις νεράιδες, όμως δεν μπήκα μέσα. Έφυγα πάνω στο ποδηλατάκι μου και όταν μετά από λίγο ξαναγύρισα αποφασισμένος, η μπορντώ κουρτίνα της είχε κλείσει...
...κάποιος άλλος πιο βιαστικός, που δεν είχε τους ίδιους ενδοιασμούς με μένα είχε μπει μέσα της....
Θες, λοιπόν, από ντροπή για τον C. που θα απογοητευόταν, θες για τον κόπο που έκανε για το παζάρι του και το ότι ήθελε ντε και καλά να κεράσει από καλή θέληση και φιλόξενα αισθήματα, θες από μετάνοια για κείνη στο Amsterdam, θες στο τέλος γιατί μου είχε αρέσει πάρα πολύ αυτή η μικρή νέγρα...
... Το είχα πάρει απόφασει ότι ήταν μοίρα μου να πηδηχτώ πρώτη φορά με πουτάνα στη χώρα που γέννησε τη λέξη.
Είχα αρχίσει να φτιάχνομαι, τράβηξα και τη θέση πίσω για να έχω χώρο.
Περίμενα κάπου 5 λεπτά. Δεν είχε έρθει. Βγήκα έξω και φώναξα τον C. Αυτός εξοργισμένος άρχισε να την ψάχνει. Δεν τη βρήκαμε. Προφανώς η μαυρούλα τσιμπήθηκε από κάποιον πελάτη με μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια από τον C., που απλόχερα, χωρίς παζάρια και μαλακίες της πρόσφερε τα 30 ευρώ που ζητούσε για ένα πήδημα.
Τρελαμένος ο C. γκάζωσε το αμάξι του για να μου βρει στα γρήγορα μια άλλη πριν μου φύγει η καύλα....
Εκείνο το βράδυ, από πουτανικής άποψης ήταν το πιο άδειο της Pistoia. Όλες οι piazze έρημες. Ο C. τα είχε πάρει πολύ άσχημα. Βρήκαμε κάνα δυο αλλά τις απέφυγα με τη δικαιολογία πως δε μου άρεσαν και τότε ο C. πήγαινε πάσο αν και πρόσεξα ότι με κοίταξε πολύ περίεργα εκείνες τις στιγμές.
Είχε πάει 3μιση και τελικά γυρίσαμε μέσα στην πόλη. Με πήγε στο ξενοδοχείο μου και χαιρετηθήκαμε. Τον ευχαρίστησα για τη βόλτα και πολύ απλά του είπα τα ξαναλέμε, λες και θα βρισκόμασταν πάλι αύριο στου Gianluca!
Στο δωμάτιο η τηλεόραση μου κράτησε συντροφιά λίγο πριν με πάρει ο ύπνος ανάμεσα σε όνειρα, ψεύτικα βογκητά και δήθεν οργασμούς από το γαλλικό Rap-τσοντοκάναλο Zik.
Παρασκευή
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)