Δευτέρα

Self portrait with daughter-Gabrijel Stupica

Έβρεχε ασταμάτητα πριν ακόμα κι από το ξημέρωμα. Η Ljubljana εκείνο το πρωί σου άφηνε μια αίσθηση πανικού. Έβλεπες κόσμο να τρέχει, αυτοκίνητα να τρέχουν σαν να θέλουν να προλάβουν κάτι πριν τελειώσει η βροχή. Με το Φώτη περπατούσαμε κάτω απ' τα Σλοβένικα μπαλκόνια, κουμπωμένοι γοητευμένοι από την κατάσταση που μας κύκλωνε. Ήταν κι άλλοι μαζί μας, καμιά δεκαριά άτομα όλοι κι όλοι, από διάφορες χώρες και προχωρούσαμε σκορποχώρι προς το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Ljubljana. Ένα κουκλίστικο κτίριο, κλασσικό, με ένα πανέμορφο πάρκο απ' έξω και με πανύψηλα πλατάνια να τραβούν τη ματιά.
Μέσα στο μουσείο είχε ένα σωρό εγκαταστάσεις από διάφορους Ευρωπαίους καλλιτέχνες, μας πήρε ώρα να τα δούμε όλα. Συνήθως πάω υποψιασμένος σε τέτοια μέρη, φοβούμενος με όλα όσα βλέπουμε κατά καιρούς να βαφτίζονται "τέχνη" κι όχι και τόσο εξοικειωμένος με την τέχνη γενικώς, όμως εκεί η ώρα πέρασε νεράκι. Είχε πράγματα πρωτότυπα, ευφυέστατα, καταιγισμούς μηνυμάτων, οπτικές ομορφιές, πολύ ωραία.
Είχα και το Φώτη που είναι ό,τι πρέπει για συζητήσεις πάνω σε τέτοια θέματα.
Νομίζαμε ότι είχαμε τελειώσει την περιήγηση στο μουσείο, πήραμε και καφέ από το μηχάνημα και από τον προθάλαμο χαζεύαμε τη βροχή να πίπτει εις το πλακόστρωτον.
Η Dragana μας είδε και μας φώναξε να την ακολουθήσουμε σε ένα χώρο με πίνακες Σλοβένων ζωγράφων. Στο πρώτο από τα μικρά δωμάτια που συνδέονταν μεταξύ τους με μικρούς διαδρόμους είχε έργα ενός από τους πιο γνωστούς Σλοβένους ζωγράφους, του Gabrijel Stupica (21/3/1913-19/12/1990).
Το τελευταίο έργο στο δωμάτιο λίγο πριν το επόμενο ήταν η "Αυτοπροσωπογραφία με την κόρη" (1956).
Αφαιρέθηκα με την παρατήρηση του πίνακα κι ύστερα γύρισα να ψάξω για το Φώτη.

Ήταν ακριβώς πίσω μου και κοιτούσε κι αυτός την ίδια αυτοπροσωπογραφία.

Είχε χαθεί, ήταν κοκαλωμένος, σαστισμένος είχε παγώσει τη ματιά του πάνω στον πίνακα. Το κεφάλι του λίγο γυρτό σαν απορημένο.

Σχεδόν έβλεπα την ακτίνα που συνέδεε τη ματιά του φίλου μου με αυτήν του ζωγράφου. Τόση ένταση μαζεμένη μέσα σε μια στιγμή. Σαν η σύμπτωση των δυο να ελευθέρωνε τεράστια ενέργεια προς στο σύμπαν.
Πίσω από τα γυαλιά του στις άκρες από τα μάτια του σα να μου φάνηκε πως τρεμόπαιξαν δυο σταγόνες που ποτέ δεν κύλησαν.
Προσπάθησα να καταλάβω τι τον είχε αγγίξει τόσο.

Κοιτούσε ένα φόβο και μια απορία σαν άηχο "γιατί;” στα μάτια του ζωγράφου, τη μικρή τρομαγμένη και γαντζωμένη στο πόδι του και κάτι μακρόστενο και τρομακτικά γωνιώδες να προεξέχει από τα δεξιά του πίνακα σαν κάνη πιστολιού στοχεύοντας στο κεφάλι του. Ο Stupica αδύνατος, ασθενικός, λες κι ανέμενε το θάνατο σε σκοτεινό δωμάτιο, λερωμένος με μπ
ογιές κρατώντας με το ένα χέρι την παλέτα και με το άλλο την κόρη του. Σαν να δένονταν σφιχτά οι δυο τους πριν από έναν αναπόδραστο τελικό αποχωρισμό που κοιτούσαν κατάματα, να πλησιάζει αδηφάγος.

Φοβόταν στ' αλήθεια ο Stupica; Τι του συνέβη το 1956;
Τι τον έκανε να
σχηματίσει έτσι τον εαυτό του; Συνέβησαν διάφορα δεινά στη Σλοβενία εκείνα τα χρόνια. Όπως η δραματική απώλεια μιας ολόκληρης πόλης, της Τεργέστης για παράδειγμα που δώρισαν τα Ηνωμένα Έθνη στη Ιταλία κι αυτό είχε στοιχίσει στο Σλοβένικο λαό.

Μα έμοιαζε η οδύνη του καθηγητή Stupica να παραείναι προσωπική του υπόθεση.
Σε παρακάτω χώρους είχε κι άλλα έργα του, ακόμη μια αυτοπροσωπογραφία "Μεγάλη αυτοπροσωπογραφία σε ελαφριές αποχρώσεις" (1959).
Κι εκεί ένα μικρό ιπτάμ

ενο πλασματάκι που μοιάζει με μικρό κορίτσι και εμφανίζεται απ’ τα ψηλά του γαλάζιου ουρανού και που με κάποιο τρόπο ενώνει το χεράκι του με τον Stupica. Δεν έχω καταφέρει να βρω ακόμα αν οι δυο πίνακες του καθηγητή συσχετίζονται. Ούτε γιατί ζωγράφισε εκείνη την αυτοπροσωπογραφία το 1956. Ίσως να μην ισχύει τίποτα απ' όσα σκέφτομαι. Ελπίζω πως κάποτε θα μάθω κάτι σημαντικό. Είναι κυρίως η δυνατή και αλησμόνητη έκφραση πόνου του φίλου μου όμως που με έκανε να διηγηθώ αυτή την ιστορία. Που κοίταξε το ζωγράφο σαν παλιός του γνώριμος, σαν κάποιος που ‘ξερε πράματα ανομολόγητα και τα έβλεπε ξαφνικά μπροστά του. Σαν να έβλεπε τους δικούς του επακριβώς φόβους, τη δική του ανησυχία για τη ζωή και το θάνατο.