Τρίτη

The Eurotrip like a flash of the blade

Τελικά όπως και να 'χει αυτό το καλοκαίρι ήταν διαφορετικό από το περσινό...


Το κατάλαβα όταν η Ηγουμενίτσα, κανονικός φάντης μπαστούνι, ξεπετάχτηκε, καθώς τα τρομακτικά βουνά - τα τελευταία πριν τα νερά της Αδριατικής - παραμέρισαν ιπποτικά αφήνοντας τη να λουστεί μπροστά στα μάτια μας σε ένα ολοζώντανο απογευματινό πορτοκαλί. Τα μεγάλα πλοία δεμένα στο μικρό της λιμάνι κι ο κόσμος μοιρασμένος σε σειρές να καταπίνεται σιγά σιγά από τις τεράστιες μπουκαπόρτες. Μεσήλικες Ευρωπαίες, κατάμαυρες πια, σαν καψαλισμένα κοτόπουλα και σχολικά γκρουπ Αμερικάνων που ακολουθούν τυφλά τα προγράμματα των ταξιδιωτικών γραφείων, χωρίς ούτε μια στιγμή να αναρωτηθούν σε ποιο σημείο του πλανήτη βρίσκονται και που διάολο οδηγεί όλη αυτή η τεράστια θάλασσα που απλώνεται μπρος στα ξυρισμένα πόδια τους. Μια κοντή μαυριδερή, βαμμένη ξανθιά στέκεται μπροστά μας. Έχει στο μπράτσο ένα τατουάζ από αυτά τα φτηνά, που τα κάνεις μόνος με βελόνα και μελάνι, με πόνο και πυρετό και μετά μοιάζεις με ναύτη σε γκαζάδικο. Ήταν πέντε κεφαλαία γράμματα σε κυριλλικό αλφάβητο: ҀЄНКА. Μικρά σημάδια από κάψιμο στην γυμνή κοιλιά και στο άλλο χέρι.

Μιλούσε με οικειότητα με το πλήρωμα που είχε βγει στην προβλήτα, με τους λιμενικούς, με τους κουμανταδόρους και τον Ίπαρχο, περιμένοντας, όπως κι εμείς, να μπει στο καράβι. Την ξαναείδαν ο Αλέν κι ο Διαιτητής πάνω στο κατάστρωμα μαζί με μια άλλη, σχεδόν ολόϊδιά της. Τους χαμογέλασε. Το συμπέρασμα ήταν στιγμιάιο και εύκολο. Οι δυο Βουλγάρες, η Cenka κι η φίλη της ήταν δυο από τις πουτάνες της Αδριατικής. Που αγοράζουν φτηνό εισητήριο καταστρώματος για Ancona και περνάν ξυπνητές όλη τη νύχτα ψάχνοντας για την ταρίφα τους. Πού και πού τις πλέυριζε κανένας ξελιγωμένος φορτηγατζής ή κανένας μοναχικός ταξιδιώτης. Εκείνο το βράδυ δεν τα πήγαν καθόλου καλά. Κάθονταν μέχρι αργά στο μπαρ χωρίς να το κουνήσουν από κει, χωρίς να τις πάρει κανένας στην καμπίνα του να τις πηδήξει βιαστικά και άγρια, να τις πληρώσει και να συνεχίσει το ταξίδι του. Μας έβλεπαν σαν τρυφερά φιλετάκια ανάμεσα στους κοιλαράδες και ιδρωμένους νταλικιέρηδες. Κάθε φορά που περνούσαμε από μπροστά τους τα χαμόγελα ήταν βασιλικά, τα βλέμματα καρφωμένα και με τις άκρες του ματιού πιάναμε κάτι ελάχιστα νοήματα των χεριών τους με τα τεράστια μανικιούρ. Μέχρι και μια ώρα πριν δέσουμε στην Ancona τις είδαμε να παλεύουν για ένα μεροκάματο, ή έστω μισό, με ένα βιαστικό τσιμπούκι στις τουαλέτες. Τίποτα. Κατέβηκαν από το καράβι γρήγορα γρήγορα. Πιθανόν η νύχτα στο λιμάνι να τις ήθελε ξεκούραστες για βραδυνή δουλειά της στεριάς πριν πάρουν το αυριανό για Ηγουμενίτσα.

Το βράδυ που πέρασε, οι άνεμοι της Αδριατικής είχαν κοιμηθεί ήσυχα μέχρι αργά το μεσημέρι κι έτσι το πλοίο μας κύλησε εύκολα και αφήνοντας ευθεία ουρά πανω στο γαλάζιο.

Το μεσημέρι έκαιγε την άσφαλτο των Ιταλικών autostrade, μεγάλες ουρές αυτοκινήτων έφευγαν προς τα βόρεια.
Όλα θύμιζαν ακόμα Ελλάδα και οι πλαγιές που ξάπλωναν πλάι μας, Χαλκιδική. Όταν η θάλασσα χάθηκε πια από τα μάτια μας το αυτοκίνητό μας έτρεχε προς την κεντρική Ιταλία. Σε δυόμιση ώρες επαρχία Emilia Romagna. Πόλη Bologna.

Ο Teo μας περίμενε στην οδό Marco Polo. Στο κέντρο της πόλης οι φοιτητές γύριζαν αμέριμνοι. I Due Torri. Οι δυο πύργοι που χτίστηκαν το μεσαίωνα, οι μόνοι από τους 180 που είχε τότε η πόλη, δέσποζαν. Ο ένας πανύψηλος κι επιβλητικός κι ο άλλος φτωχός κι άσχημος αδερφός του, μισοτελειωμένος και στραβός χωρίς κορυφή και τρομακτικές πολεμίστρες.

Η Bologna ήταν μια τεράστια πλατεία Ναυαρίνου. Punks, χίπηδες, φοιτητές, ζογκλέρ και χορευτές παντού. Οι Διαιτητής με τον Αλέν προσπαθούν να περιγράψουν στον Ιταλό barrista έναν espresso freddo. Τελικά τους φτιάχνει κάτι που πάει να μοιάζει μ' αυτό, αλλά σίγουρα όχι espresso freddo. Πού να ξερε ότι αυτές οι δυο Ιταλικές λέξεις που περιγράφουν αυτόν τον καφέ χρησιμοποιούνται μαζί μόνο στην πατρίδα της πατέντας, την Ελλάδα!
Μαζευόμαστε σε ένα άλλο μπαρ. Όλα τα μαγαζιά έχουν aperitivo.

Είχα να δω την Ειρήνη χρόνια. Είχε το ίδιο γλυκό χαμόγελο από τότε που ήμασταν μικρά και παίζαμε ποδόσφαιρο με μπάλες του μπάσκετ.
Μια τέλεια και ήρεμη βραδιά πέρασε στη Bologna. Κοιμηθήκαμε με τα βραδυνά τρένα να περνούν κουδουνίζοντας από τις φυλασσόμενες διαβάσεις, δίπλα απ' τη Via Zanardi και τα ανοιχτά παράθυρά μας.
Την επόμενη χαιρετίσαμε τον Teo. Ένα λάστιχο που έχανε αέρα πήγε να τεστάρει την ψυχραιμία μας. Εμείς βράχοι, θες από άγνοια, θες από την επιθυμία για άπειρα ακόμη χιλιόμετρα το ξαναγεμίσαμε και απλά το βγάλαμε απ' το μυαλό μας.

Tρέχουμε κοντά στη Modena. Δίπλα μας απλώνονται χιλιάδες στρέμματα με τα αμπέλια, που τα τρυγούν και φτιάχνουν το ξακουστό στον κόσμο Aceto Balsamico di Modena. Φτάνουμε στην επαρχία Lombardia, περνάει δίπλα η βιομηχανική Piacenza. Ξεκινάμε τις ανηφόρες και τις στροφές, εκεί κοντά που τελειώνει η Ιταλία. Ventimiglia απ' τη μια, Menton απ' την άλλη. Η πράσινη ρίγα στη σημαία γίνεται μπλε. Η προφορά κάπως πιο βελόυδινη.

Η Νίκαια απλώθηκε κατηφορίζοντας μέχρι τη θάλασσα. Ο κόσμος τριγυρνούσε στο κέντρο με τις πετσέτες στην πλάτη και πήγαινε με σαγιονάρες στην κυανή ακτή. Η παραλία γεμάτη.
Ένα τέλειο σκηνικό σαν ζωγραφιά πιτσιρίκου που θέλει να βάλει μέσα τα πάντα. Κόσμος άπειρος, θαλάσσια παιχνίδια, καράβια στ' ανοιχτα και στα δεξία το αεροδρόμιο Nice Cote d' Azur να στέλνει τα jet μια βόλτα πάνω απ' τα κεφάλια μας πριν κάνουν τη στροφή για όποιοδήποτε μέρος του πλανήτη.
Μια παρέα Γάλλων πιτσιρικάδων κάθεται λίγο πιο κει. Κόβουν ένα τεράστιο καρπούζι κι αφού πάρουν από ένα κομμάτι μοιράζουν σε όλες τις υπόλοιπες παρέες αγνώστων που κάθονται τριγύρω. Δίνει και σ'εμάς. Γυμνόστηθες λούζονται στον ήλιο.

Την επόμενη νύχτα παίρνουμε την παραλιακή οδό για το Monte Carlo. Βγαίνουμε ψηλά στους γκρεμούς. Η Κυανή Ακτή σκουραίνει τα νερά της στο σκοτάδι που φτάνει λίγο λίγο. Μένουν τα άσπρα φωτάκια από τις παραλιακές κατοικίες και τα γεμάτα ζωή πλοιάρια.

Η ταμπέλα έγραφε Monaco - Monte Carlo. Ο Διαιτητής οδηγεί μανιασμένα ακολουθώντας τη διάσημη διαδρομή! Μέσα στο τούνελ του circuit του Gran Prix του Monaco το Audi μας κυνηγάει μια κατακόκκινη Ιταλίδα. Μια κουκλάρα Ferrari που προχωράει με τουπέ μπροστά μας.

Μπορεί να νιώσεις ένα μηδενικο, ένα τίποτα, στο Monte Carlo. Βλέπεις στη μαρίνα τις θαλαμηγούς με τα πληρώματα και τους άνετους ιδιοκτήτες να αράζουν μπροστά στις τεράστιες plasma τηλεοράσεις τους. Βλέπεις άντρες παλιούς μεσήλικες και υποψήφιους υπερήλικες να συνοδεύουν τις γυναίκες των ονείρων σου. Καθώς ανεβαίναμε σχεδόν ιδρώνοντας την ανηφόρα για το Casino συμφωνήσαμε με τον Alain ότι οποιοσδήποτε από αυτούς τους πάμπλουτους ιδιοκτήτες δοκίμαζε να ανέβει μαζί μας ο ιδρώτας του θα ήταν ο ίδιος ή και περισσότερος και σίγουρα βρωμερός και γερασμένος και πολλοί από αυτούς ίσως να μην τα κατάφερναν καν. Μετά από λίγο ο Alain αποφάνθηκε: "Κανείς από αυτούς δε θα χρειαζόταν να ανέβει αυτή την ανηφόρα με τα πόδια...". Γαμώτο είχε τόσο δίκιο...

Αργότερα στο Casino του Monte Carlo, απ' τα πιο διάσημα στον κόσμο, περιμένουμε να βγάλουμε κάρτα εισόδου. Πίσω μου στέκεται μια πενηντάρα τόσο όμορφη που μπορεί άνετα να ξελογιάσει οποιονδήποτε άντρα, οποιασδήποτε ηλικίας. Τη συνοδεύει ένας στα χρόνια μου. Ίσως και λίγο μικρότερος. Ένας τέλειος τύπος, καλοντυμένος, όμορφος, μεσογειακός, με γωνίες στο πρόσωπο. Αυτή κάνει σαν κοριτσάκι. Τους κοιτάω πιο μετά με την άκρη του ματιού μου μπροστά στους κουλοχέρηδες. Φιλιούνται σαν έφηβοι, τα χέρια τους γράφουν χιλιόμετρα πάνω στα σώματά τους. Παίζουν χωρίς να κοιτάζουν την οθόνη, πατάνε κουμπιά στην τύχη, για πλάκα, μπορεί να κερδίζουν, μπορεί να χάνουν. Ποιός νοιάζεται; Σε λίγες ώρες τους περιμένει ένα τζακούζι κι μια νύχτα γεμάτη άγρια πηδήματα σε μια τέλεια σουίτα του Grand Hotel.

Πέσαμε για ύπνο σχετικά νωρίς. Το επόμενο πρωί αποχαιρετήσαμε τη Νίκαια και την Κυανή Ακτή φεύγοντας από τη δροσερή παραλιακή της. Περάσαμε κάτω από τους φοίνικες και βάλαμε lounge να παίζει στο CD. Η Μεσόγειος που εκτείνονταν Νότια το έπαιξε και καλά ότι ήταν ο Ειρηνικός κι η Κυριακάτικη Νίκαια την είδε Malibu.

Péage. Η πιο μισητή λέξη των Γαλλικών autoroutes. Διόδια. Πάντα διαλέγουμε την πιο αργή λωρίδα. Ας είναι. Όσο και να αργήσουμε το Montpellier θα είναι πάντα στη θέση του. Όπως και πριν από εφτά χρόνια. Η Place de la Comedie απαράλλαχτη, τα καφέ, οι αναρχικοί του, οι Μαροκινοί με τα doner. Η Place το βράδυ ήταν η πιο όμορφη κατάσταση που είδα σε όλο το ταξίδι. Υπαίθριοι χορευτές, καλλιτέχνες, ακροβάτες, cheerleaders χωρίς ομάδες, μπάντες που παίζουν λάτιν! Χρώμα, κόσμος, ήχοι και αρώματα. Καθόμαστε σε μια ταβέρνα, σε μια ανοιχτή πλατεία. Πίνουμε όση ώρα ένα κοχύλι στριφογυρίζει ,αναποφάσιστο σε ποιόν αριθμό θα καταλήξει η γραφή με μαρκαδόρο στο μέσα του. 6 ή 9;
Κάπου στο ξημέρωμα κάνουμε πλάκες με το Μαροκινό ντονερά.

Μένει το τελευταίο κομμάτι πριν τον τελικό προορισμό. 350 χιλιόμετρα πριν τη γη της Καταλανίας. Το Audi τα καταπίνει αδιαμαρτύρητα. Αριστερά υψώνονται τα Πυρηναία όρη. Autopistas.
España. Barcelona.
Το GPS μας οδηγεί εύκολα στην Torrent del Olla. Αφήνουμε τα περιττά και βγαίνουμε στους δρόμους. Απόγευμα. Collblanc, Estadio Camp Nou. Και να μην είσαι Barcelona στο ποδόσφαιρο γίνεσαι. Sagrada Famillia. Αν η ιδιοφυία του ανθρώπου Gaudi δημιουργεί τέτοια μεγαλεία για το Θεό του τότε ίσως αυτός ο Θεός να υπήρξε κάποτε. Δεν μπορεί αυτός ο άνθρωπος να λαθεύει έτσι έυκολα. Την επόμενη το πρωί μέσα κι έξω απ' την Pedrera ο Gaudi με κατατροπώνει ξανά. Σαν να στέκεται δίπλα στο αυτί μου και ξαφνικά να φωνάζει μέσα απ' τη γενειάδα του: "ΑΣΕ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΤΟ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΜΥΑΛΟ ΣΟΥ, ΣΒΗΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΗΞΕΡΕΣ! ΠΙΑΣΕ ΟΤΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΕΧΕΙΣ ΘΑΨΕΙ ΜΕΣΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΚΑΝ'ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ, ΧΡΩΜΑ ΚΑΙ ΦΙΓΟΥΡΑ! ΜΙΜΗΣΟΥ ΤΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΔΕ ΘΑ ΚΑΤΗΓΟΡΗΘΕΙΣ ΓΙΑ ΚΛΟΠΗ, ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΑΝΙΑΤΟ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟ...".... δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα μπορούσα να ερωτευτώ ένα κτίριο.



Ciutadella και Palau de Musica Catalana, με το άγαλμα του μαέστρου. Όταν το είδα η αλήθεια είναι ότι κάτι με ταρακούνησε. Ήταν μια φωτογραφία που είχα αγαπήσει κι είχα δει χιλιάδες φορές. Δυο παράλληλα σώματα, ένα αγαλματένιο κι ένα σάρκινο μέσα σε άσπρο φουστάνι, να δίνουν το μέτρο σε μια φανταστική ορχήστρα. Η μαέστρα λείπει από δίπλα του. Το αγνοώ επιδεικτικά λίγο αργότερα. Τα ταξίδια είναι για νέες στιγμές, όχι για αναμνήσεις.

Τη νύχτα στη La Rambla, τον πεζόδρομο του ενός χιλιομέτρου βλέπεις ότι μπορείς να φανταστείς. Η Βαρκελώνη είναι μια ακόμη πόλη που δίνεται στο χρήμα. Λουσάτη πουτάνα που γαμιέται με τον κάθε μαλάκα Βρετανό Αρχι-Τουρίστα που παέι εκεί να μεθύσει και να ξεράσει μέχρι θανάτου. Η La Rambla τα βράδια γίνεται η βρώμικη σχισμή του αιδοίου της.

Σε μια Ιρλανδική pub πάω να πάρω μπύρες απ' το μπαρ για τους φίλους μου. Τρεις Paulaner. Μεγάλες. Δίπλα μου κάθεται μια κούκλα αληθινή
, μαζι με μια άλλη κοπέλα κι έναν άντρα. Σίγουρα όχι Ισπανίδα. Κοντά στα τριανταπέντε, με κατάμαυρα μαλλιά, καταγάλανα μάτια, ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Χαμογελάμε ισχνά. Ύστερα καθόμαστε κι εμείς στο μπαρ, αλλά μακριά τους. Πρόσωπο με πρόσωπο ωστόσο. Τα μάτια μου δεν ξεκολλάν από πάνω της. Αυτή, σαν κυρία που δείχνει, κοιτάει λίγο και διακριτικά. Δεν αφήνει περιθώρια να ελπίζεις. Της φέρνουν ένα ακόμη ποτήρι γεμάτο με κρασί. Πίνει μια, δυο γουλιές. Τις βλέπω να τα μαζεύουν σιγά σιγά. Παίρνουν τσάντες και εσάρπες. Και τότε η τύπισσα με μια της κίνηση κατατροπώνει όλους τους αντρικούς χαζοϊπποτισμούς που διέπραξε το φύλο μου στους αιώνες προκειμένου να κατακτήση μια δεσποσύνη. Όπως είναι έτοιμη να φύγει κρατάει απ' την κολόνα το σχεδόν γεμάτο ποτήρι της κι έρχεται δίπλα μου. Προφέρει ένα τέλειο "Cheers", αφήνει το κρασί της δίπλα στη μπύρα μου, μου χαϊδεύει αισθησιακά και απαλά το μπράτσο και αποχωρεί απ' την pub αφήνοντας το Διαιτητή, τον Alain κι εμένα, σύξυλους με τρεις Paulaner στο χέρι, να περνάμε ένα μεγάλο κομμάτι εκείνης της νύχτας αναλύοντας σα μαλάκες την υπέροχη κίνησή της. Γεύτηκα με χαρά μια γουλιά απ' το κόκκινο κρασί της, απ τη μεριά που ήπιε κι αυτή, αφήνοντας πάνω στο χείλος ένα ελάχιστο αποτύπωμα των χειλιών της. Έτσι για το χαίρω πολύ.

Ο ταξιτζής μας ανεβάζει στη Gracia. Έξω από ένα μικρό εστιατόριο έχει μερικές κάμερες και λίγο κόσμο να τραβάει φανατισμένα βίντεο με τα κινητά. Τον ρωτάω τι συμβαίνει. Χαλαρός απαντάει: "Δεν είναι τίποτα, είναι μέσα ο Tom Waits, έπαιζε απόψε εδώ και πάντα δειπνεί σ' αυτό το εστιατόριο." Απλά αρνούμαι να το πιστέψω. Το βούλωσα, ντράπηκα να πω να σταματήσουμε, για το δούλεμα των άλλων δυο. Τελικά κατάφερα να πείσω τον εαυτό μου ότι ήταν ο αποχαιρετιστήριος κύριος Ronaldinho λίγο πριν αφήσει τη Βαρκελώνη για το Μιλάνο.

Πήραμε τρία ποδήλατα κι ανεβήκαμε στο λόφο του Montjuis. Από 'κει δίπλα στο Ολυμπιακό Πάρκο το λιμάνι της Βαρκελώνης με τα χιλιάδες containers θύμιζε Σαγκάη. Το El Prat λίγο πιο κει δεν προλάβαινε τις πτήσεις του. Η νότια πλευρά της πόλης, πίσω απ' το λόφο είναι τεράστια. Εκεί φαίνεται ότι ακόμα δεν έχει χτυπηθεί απ' τον τουρισμό. Εκεί η καθημερινότητα κυλάει ακόμα στους δρόμους όπως παλιά. Κρίμα που δεν αξιωθήκαμε να τη δούμε έστω και για λίγο.

Η Ellen, η Anne κι η Ragnhild είναι καλή παρέα για το βράδυ. Και οι τρεις διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά τυπικές Σκανδιναβές, που ακολουθούν αυστηρό ωράριο ύπνου γιατί το πρωί πηγαίνουν για τρέξιμο και μετα για μπάνιο - topless πάντα - στη Barceloneta. Το Bar Schilling μοιάζει με Αργεντίνικο καφέ. Είναι σκοτεινό, έχει στους τοίχους την κάβα του με τα εκατονάδες κρασιά. Περίεργο. Μέσα οι περισσότεροι ντόπιοι. Ευτυχώς οι πιτσιρικάδες τουρίστες ξενερώνουν με τέτοια μέρη και τρέχουν στα κωλάδικα για free shots. Το αναίτιο και συνεχές γέλιο της Anne με κουράζει. Στρέφω το βλέμμα στο μαγαζί. Κοιτάω τους θαμώνες. Η Ellen το 'χει καταλάβει και με ρωτάει διακριτικά αν βαρέθηκα. Το κρύβω άτεχνα και προσπαθώ να επανενταχθώ. Το ελαφρώς μεθυσμένο βλέμμα του Alain, τα γλυκούτσικα χαμόγελά του κι οι βλακείες που με προκαλεί να κάνουμε με ξαναβάζουν αμέσως στο κλίμα.

Το τελευταίο πρωί στη Βαρκελώνη πριν την αποχαιρετήσουμε μας ήθελε να σηκωνόμαστε αργά απ' το κρεβάτι. Ακόμα προσπαθώ να θυμηθώ τι κάναμε. Νομίζω απλές βόλτες και ψώνια. Το απόγευμα πίσω απ' το Park Guel υπάρχει μια κατάληψη αναρχικών σε ένα σπίτι ψηλά στο λόφο, που βλέπει όλη την πόλη κι όμως χρειάζεται αέρα. Έχουν σηκώσει τη δική τους σημαία: "Tourist Go Home, I Νeed Αir"...

Έπρεπε όλα να είναι έτοιμα για την επιστροφή. Να ξαναοργανωθούμε, να ετοιμάσουμε το παρατημένο για τις μέρες της Βαρκελώνης αυτοκίνητο, να του αλλάξουμε λάστιχο, να καθαρίσουμε το μικρό ψυγειάκι για τα νερά και τους χυμούς και να μην ξεχάσουμε να κρατήσουμε ενθύμιο την απλήρωτη κλήση για παρκάρισμα, δωράκι απ' το Δήμο της πόλης. Παρασκευή πρωί χαιρετήσαμε τις φίλες απ' τη Σκανδιναβία, πήραμε και τον Αντρέα που είχε έρθει καθυστερημένος - όπως πάντα - απ' τη Βαλένθια και ξεκινήσαμε να ταξιδέψουμε πάνω σε 1200 χιλιόμετρα μέχρι τη Bologna που θα μας φιλοξενούσε ακόμα ένα βράδυ. Όσο εύκολος και εκνευριστικά βολικός ήταν ο πηγαιμός, τόσο στραβός κι ανάποδος αποδείχτηκε ο γυρισμός. Κάπου στη Γαλλία η μοναδική γυναικεία φωνή που είχαμε στο αυτοκίνητο, αυτή του GPS - που άλλες φορές της μιλούσαμε σαν τη γυναίκα της ζωής μας κι άλλες σαν το πιο βρωμερό τσουλάκι που γνώρισε ο κόσμος αυτός - σα να μην ήθελε λοιπόν την επιστροφή μας, μας έκανε να παραστρατήσουμε προς το Βορρά. Ευτυχώς ήμασταν μόνο πενήντα χιλιόμετρα εκτός πορείας όταν ανακαλύψαμε τη ζαβολιά της. Φτάσαμε μέχρι την κουκλίστικη Orange, με το παλιό κάστρο και τα φεστιβάλ της εποχής. Επιστρέψαμε στον αυτοκινητόδρομο Α8. Ένα τροχαίο έκανε τις τρεις λωρίδες του δρόμου να φρακάρουν εντελώς. Χάσαμε άλλα σαρανταπέντε λεπτά. Έπειτα κυλήσαμε στη Γαλλική άσφαλτο ανεμπόδιστα, αν εξαιρέσεις την επικίνδυνη και βλακώδη οδήγηση των Γάλλων. Ο Διαιτητής οδήγησε 9 ώρες. Είχε οδηγήσει όλη τη διαδρομή από την Κοζάνη μέχρι εδώ. Ο τρόπος που οδηγάει άλλαξε. Έγινε σαφώς ωριμότερος, προέβλεπε καλύτερα τους άλλους, πιο μαλακός. Βαφτίζω, αυθόρμητα και από μέσα μου, την υπέροχη πια οδήγησή του: "Asphalt Tango". Όταν ήρθε η ώρα να τον αλλάξω ήταν στα Ιταλικά σύνορα, δυο τζιτζιφρίγκοι, δυο βγαλμένοι από ταινία συνοριακοί, με πράσινα κοστουμάκια και πηλίκια a sortie,με ένα απο εκείνα τα σηματάκια που κρατάν οι σταθμάρχες των τρένων μας έκαναν νόημα να σταματήσουμε.
- Ciao, documenti per favore.
- Άσε θα μιλήσω εγώ. Di tutti?
- Siii di tutti.
Τους τα δώσαμε. Μας ζήτησαν να ανοίξουμε το πορτ μπαγκάζ. Βγήκαμε έξω με το Διαιτητή. Ο ένας, με το περιποιημένο αλα Μανώλης Χιώτης μουστακάκι του είδε το διάβολο να σπάει το ποδάρι του. Πρόσεξε τη μπλούζα μου που είχε πάνω ένα μικρό, ένα τόσο δα σηματάκι της Marijuana.
- Tu piacce fumare la marijuana? Hai marijuana nella machina?
Όχι ρε μαλάκα.......Άντε να εξηγήσω με τα λίγα Ιταλικά μου ότι τη μπλούζα αυτή μου την έφερε πριν από χρόνια η μάνα μου κι ότι είναι μια απλή, χαζή τουριστική μπλούζα. Άντε και του εξήγησα. Ήδη αδειάζαμε τις βαλίτσες, ήδη έψαχναν ανοίγματα στις ταπετσαρίες κι εξέταζαν προσεκτικά τον καπνό, τα πορτοφόλια, τα αρωματικά του αυτοκινήτου, τις τουρούτες που πουλούσε ο Αντρέας και την κιθάρα που κουβαλούσε μαζί του. Χάσαμε άλλο ένα μισάωρο. Κάπου στη Genova το GPS τα έπαιξε τελείως. Πίστευε ότι ήμασταν στη Ρώμη και μας έδειχνε βορινή πορεία και τραγουδούσε Ιταλιάνικες καντάδες. Την κλείσαμε, αφού τη βρίσαμε πρώτα. Έτσι κι αλλιώς δε τη χρειαζόμασταν πια. Οι autostrade είναι τυφλοσούρτης. Κάπου μετά την Piacenza πέσαμε και σ'άλλο μποτιλιάρισμα. Κι άλλος χαμένος χρόνος...

Φτάσαμε στην Piazza Maggiore στις 2 το βράδυ. Τέσσερις ώρες αργότερα απ' ότι είχαμε προγραμματίσει. Στη μοναδική pizzeria που είχε μείνει ανοιχτή και ήταν πίτα από κόσμο μας περίμενε η Laura Saija με την αδερφή της. Ο Διαιτητής κι ο Αλέν έφαγαν από τέσσερα κομμάτια και έφυγαν για το σπίτι του Teo στη via Zanardi. Με τον Αντρέα θα μέναμε στης Laura. Μας έδωσε οδηγίες. Διανύσαμε χιλια διακόσια χιλιόμετρα μέχρι τη Bologna. Όμως τα τρισήμισυ που περπατήσαμε για να βρούμε τη via del Partigiano και το σπίτι των αδερφών Saija ήταν τα πιο ζόρικα. Οι Σικελές ωστόσο μας φέρθηκαν όπως θα φέρονταν δυο πραγματικές κυρίες. Μας είχαν ετοιμάσει τις πετσετούλες μας για το μπάνιο, μας είχαν στρώσει πάνω σε ένα ωραιτότατο στρώμα, όλα στην εντέλεια. Το πρωί μας ετοίμασαν espresso με κουλουράκια απ' τη Messina. H Laura είναι απλά υπέροχη. Με τις ατέλειες μιας τέλειας, μιας υπαρκτής γυναίκας, που στίβει καθημερινά τις στιγμές, που πατάει στα πόδια της, που έχει τη γοητεία που επιθυμεί χωρίς να τη βιάζει, που κοιτάει στα μάτια και καταλαβαίνεις ότι κοιτάει στα μάτια. Μοιάζει με εκείνες τις παθιασμένες, απατημένες απ' τον άντρα τους Σιτσιλιάνες που σπάζουν όλα τα πράματα του σπιτιού πάνω του, με οργή και στιγμιαίο μίσος, αλλά αρκεί ένα γράπωμα από αυτόν, η αστραπιαία αντρική παλάμη του στο υγρό μουνί τους για να τις κάνει να γλυκάνουν θυμώμενα ακόμη και να του παραδωθούν χτυπώντας τον την ώρα που φτάνουν στην καλύτερή τους στιγμή. Μιλάμε συνέχεια. Μου κάνει complimenti για τα Ιταλικά μου. Εντάξει, δεν την πιστεύω. Χαιρετιόμαστε με αγκαλιά και σταυρωτό φιλί. Πώς γίνεται την πιο τέλεια γυναίκα του ταξιδιού να τη γνωρίζεις την τελευταία νύχτα. Ας πει όποιος ξέρει.

Εγώ θα σας πω μόνο το τέλος της ιστορίας. Έπρεπε απλά να είμαστε στην Ancona στις τέσσερις. Δηλαδή να φύγουμε απ' τη Bologna τουλάχιστο στη μία. Ο Teo δεν προνόησε να μας πει ότι πιάνει κίνηση η autostrada για νότια. Ο Alain ήθελε να πιει καφέ. Κι έτσι φύγαμε αργά. Στο δρόμο ήμασταν σίγουροι ότι δεν προλαβαίνουμε το καράβι. Ο Διαιτητής έκανε ότι μπορούσε. Μέχρι που πέρασε τρέχοντας πάνω στη βοηθητική λωρίδα κάνοντας τους άλλους οδηγούς να μας κοιτάν σαν εξωγήινους. Κάναμε όπισθεν σε κόκκινα φανάρια και μερικές προσπεράσεις θανάτου. Τέσσερις παρά πέντε φτάσαμε στον καταπέλτη του πλοίου. Οι Ιταλοί κουμανταδόροι φώναζαν σε σπαστά Ελληνικά: "Grigora grigora, den echoume chrono...!".

Μπήκαμε προτελευταίοι. Ο Ίπαρχος τσίριζε, οι μούτσοι έτρεχαν, μηχανές έσβηναν, το πλοίο ανέβαζε στροφές, τα βρώμικα νερά του λιμανιού της Ancona γέμιζαν στόβιλους απ' τις τεράστιες προπέλες του "Olympic Champion". Μέσα στο χαμό, ενστικτωδώς βιαστήκαμε να κλείδώσουμ το αυτοκίνητο και να φύγουμε από κει μέσα. Πήραμε sleeping bags και τσάντες και ανεβήκαμε στα πάνω decks. Το απόγευμα κύλησε έυκολα. Γύρισε κι ένας μπάφος με τις Φλωρεντίνες τουρίστριες Letitia και Estir. Νύχτωνε.
Η Αδριατική κατάπινε ανελέητα τον τελευταίο ήλιο του ταξιδιού. Οι φορτηγατζήδες έκαναν τα συνηθισμένα τους πηγαδάκια στο μπαρ. Είναι πολλοί. Τους βλέπεις να κατεβάζουν μπύρες και τους ακούς από μακριά να συζητάνε για σίδερα, λάδια μηχανής, καύσιμα, δρόμους και συμβάντα. Για εμάς το καράβι είναι εμπειρία, γι' αυτούς ρουτίνα εβδομάδας ίσως και λιγότερο.

Ο Διαιτητής κοιμόταν από νωρίς στη μια άκρη του ανοιχτού υπνόσακου. Μαζί με άλλους σαράντα ταξιδιώτες, σε μια σάλα, πάνω σε μια μοκέτα, μέσα σε μυρωδιές ιδρώτα, αλουσιάς και πλήθους. Εκεί μέσα έμοιαζαν με μετανάστες που άφηναν την Κούβα, καθώς ανοίξαν τα λιμάνια,πλέοντας προς το Αμερικάνικο όνειρο. Κατέβηκα να πέσω δίπλα του. Ξύπνησε με κάτι μούτρα σα σκατά απ' τον ύπνο, μισός κόκκινος, μισός τσαλαπατημένος απ' τη νύστα και με ρώτησε:
- Ρε μαεαφλάυκβα έρτγβμγμλρσες το ψυγβταείο απ' τρβεην μαπερίρωζα;
Άρχισα να γελάω. Παραμιλάει ο ηλίθιος, σκέφτηκα. Όμως αυτός, ως συνήθως, ήξερε πολύ καλά τι έλεγε:
- Ρε μα-λά-κα, έ-βγα-λες το ψυ-γεί-ο απ' τη μπρί-ζα; συλλάβισε.
Αργότερα έμαθα πως από μέσα του παρακαλούσε να πω "ναι ρε την έβγαλα".
Δεν ήμουν σίγουρος. Πήγα στη ρεσεψιόν. Ήταν μια το βράδυ. Είχαν τελειώσει τα περίπολα στα γκαράζ.
- Κοιτάξτε, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να έχει τελειώσει η μπαταρία και το αμάξι κατεβαίνει πρώτο αύριο στην Ηγουμενίτσα. Μπορεί να έχετε πρόβλημα, να καθυστερήσει όλο το καράβι...
Βρήκα έναν ξεχασμένο φύλακα. Καλό ανθρωπάκι, παρά το ότι είχε τελειώσει η βάρδια του πρόθυμα κατέβηκε μαζί μου κάτω.

Ζέστη. Τα βαριά πιστόνια του πλοίου καλύπτουν όλους τους ήχους. Μόνο μερικοί κινητήρες των φορτηγών ψυγείων ξεχωρίζουν κάπως, καθώς δουλεύουν στο ρελαντί για να μη ζεσταθούν τα τρόφιμα που κουβαλούν. Μα το δικό μας ψυγειάκι δε δουλεύει πια. Είναι στη μπρίζα αλλά έχει εξαντλήσει τη μπαταρία. Μπαίνω μέσα. Κι η μίζα νεκρή. Ανεβαίνω. Ο Διαιτητής βλέπει να κάνω νόημα στον Alain ότι δεν έχουμε μπαταρία. Τον κοιτάω και μας πιάνει νευρικό γέλιο. Με κόπο καταφέρνουμε να μην ξυπνήσουμε τους υπόλοιπους.

Το πρωί σπρώξαμε εύκολα το Audi έξω. Ευτυχώς είχαμε αργήσει να φτάσουμε στο καράβι την προηγούμενη και ήμασταν δίπλα στην έξοδο. Γιατί αν φτάναμε στην ώρα μας και μπαίναμε σε κάποιο χαμηλό deck τότε τα πράματα θα ήταν πραγματικά ζόρικα. Βέβαια αν φτάναμε στην ώρα μας δε είχαμε λόγο να βιώσουμε αυτόν τον πανικό, τη βιασύνη κι έτσι να ξεχάσουμε το ψυγείο στη μπρίζα. Δεν ξέρω. Ξέρω μόνο ότι αφήσαμε το λιμάνι την ώρα που το άφηνε και ο "Ολυμπιονίκης", αλλά αυτός ακολούθησε τη θαλάσσια οδό.

Φτάσαμε στην Κοζάνη σε λίγες ώρες. Το βράδυ ο Alain κι εγώ στη Θεσσαλονίκη. Η κατεβασιά απ' τα τούνελ της Βέροιας προς τον κάμπο, τόσο γνώριμη... Ήταν σα να λείψαμε καιρό κι ήταν σα να πήγαμε απλά για έναν καφέ στο Διαιτητή, barrista του Gallery στην Κοζάνη. Πώς να χωνέψω ότι πήραμε τον ίδιο δρόμο που παίρνουμε εδώ και χρόνια για την αγαπημένη σουρδόπολη για να φτάσουμε στη γη της Καταλανίας; Θα φαινόταν λές ειρωνικό στο γέρο βενζινά στη Λευκόβρυση που μας γέμισε το ρεζερβουάρ, αν μας ρωτούσε που πάμε και του απαντούσαμε "Βαρκελώνη"; Δεν ξέρω. Ίσως είναι όλες αυτές οι σκέψεις του χώρου και του χρόνου που με κυκλώνουν στις μεγάλες αλλαγές. Στις καταιγίδες εικόνων και στιγμών και τόπων. Ίσως δε θα πρεπε να τα γράφω όλα αυτά. Καλύτερα να τα κάνω εικόνες και μουσική. Μπορεί το ταξίδι να το περιέγραφα καλύτερα παρακάτω:






Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο
και θα'ναι πιο όμορφα κι από ένα όνειρο...