Κυριακή

Carthage bulls



Θα μείνω κρυμμένος όσο χρειαστεί πάνω στο μοναδικό δέντρο της Καρχηδόνας. Αυτού που τους καρπούς του γεύεται συχνά αυτός που αποκαλούν προφήτη. Σήμερα όμως τα φύλλα του και τα κλαδιά του θα είναι δικοί μου σύμμαχοι.
Έξω απ' το σπίτι του χιλιάδες, πηγμένοι για μέρες, να ικετεύουν την έξοδό του στο μεγάλο μπαλκόνι της αυλής του. Θα είμαι ήσυχος, το όπλο θα 'ναι σα να γεννήθηκε μαζί μου μέσα από τη μάνα μου, ένα φυσικό κομμάτι του σώματός μου. Καλολαδωμένο, ευθυγραμμισμένο και σιωπηλό με διόπτρα για αετίσιο μάτι. Θα πετύχει.

Δε μισώ το Ζαρτόστ. Είναι ένας δύστυχος γεροξεκούτης, που νομίζει ότι βλέπει οράματα και οι ακαταλαβίστικες φράσεις του μαγεύουν το ηλίθιο πλήθος. Σήμερα, με τον ήλιο στα μισά του ουρανού, θα τους γλυτώσω από τις ψευδαισθήσεις. Θα είναι πόνος άλλα θα είναι για καλό. Μια σφαίρα μόνο θα χρειαστεί να κόψει στα δυο το κρανίο του προφήτη. Μια σφαίρα αθόρυβη, μικρούλα, στριφογυριστή θα αστράψει στον αέρα και ξαφνικά θα εκραγεί το κεφάλι του σε κομματάκια τρελού μυαλού, μικρά μικρά κόκκαλακια και συντριβάνια κατακόκκινο αίμα. Δε με τρομάζει το αίμα. η ζωή μου ήταν γεμάτη από αυτό. Ο λαός θα ουρλιάζει και θα τραβάει τα μαλλιά του. Όχι για πολύ.
Μέχρι οι ακολουθοι του προφήτη να δηλώσουν πως ήταν το θέλημα του Αχούρα Μάζντα να τον σηκώσει στους ουρανούς.
Οι βλάκες αμέσως θα πιστέψουν σ' αυτό.

Άνοιξε μια πόρτα. Το πλήθος αναστέναξε βαθιά. Βγήκαν οι τέσσερις συνοδοί του που πάντα προμηνύουν μια νέα προφητεία. Το πλήθος κραύγαζε. Εκείνη τη στιγμή, όπως το είχα σχεδιάσει, όπλισα χωρίς να ακουστώ. Η διόπτρα κοιτούσε σταθερά προς τη μεγάλη πόρτα. Το χέρι μου χτισμένο. Η πίστη στο σκοπό μου τσιμέντωνε τους μύες μου.

Ο προφήτης τελικά εμφανίστηκε. Οι κραυγές μεγάλωσαν πολύ. Γελαστός και ζεστός, έκλεισε τα μάτια σήκωσε τα χερια ψηλά και το πλήθος άρχισε να ηρεμεί. Έγινε ησυχία. Ησυχία τεράστια. Μπορούσα να ακούσω το μετάξι από το μανδύα του να τρίβεται στις ελάχιστές του κινήσεις. Η στιγμή μου είχε έρθει. Τα νήματα του σταυρού της διόπτρας ραμμένα ανάμεσα στα μάτια του αργοκίνητου γέροντα.

Μετρούσα ανάποδα τα δευτερόλεπτα. Είπα η στιγμή μου είχε έρθει!
Ο δείκτης μου πίεσε τη σκανδάλη στην πρώτη σκάλα.
Ο προφήτης ξανασήκωσε τα χέρια σα να περίμενε το θάνατό του.
Αυτή η αναπάντεχη και παράξενη με φρέναρε στιγμιαία αλλά δε με σταμάτησε. Ποτέ!
Το δάχτυλό μου προχώρησε λίγο πιο κάτω.
Εκείνος έκλεισε πάλι τα μάτια.
Πίεσα ελαφρά.
Πρόλαβε να φωνάξει: "ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΜΑΙ ΝΕΚΡΟΟΟΟΣ...!!!"

Δυο μικρές, ελάχιστες συμπαντικές στιγμές πριν η βολίδα αφήσει την κάνη και μια αληθινά προφητική φράση αυτού που πίστευα ξεκούτη, τάραξαν το όπλο μου κι αυτό λάθεψε ενάντια σε όλα τα προγνωστικά. Η σφαίρα καρφώθηκε στην τεφροδόχο της Ιερής Φωτιάς, την έσπασε κι η στάχτη σκόρπισε στην αυλή. Σε κλάσματα δευτερολέπτων από το μυαλό μου περάσαν εκατομμύρια σκέψεις. Η εκπαίδευση στις μυστικές υπηρεσίες, οι τίτλοι τιμής από τη Βασίλισσα, το απόλυτο ρεκόρ σε αποστολές ακραίες, απείρως δυσκολότερες. Η αλλαγή της ιστορίας που μου ανατέθηκε. Η πίστη μου σ' αυτό. Όχι!!! Αυτό δεν μπορούσε να συμβεί ποτέ. Η μικρή κραυγή απελπισίας που έβγαλα πάνω στο ασύλληπτο θαύμα που συντελέστηκε και έσωσε τον προφήτη ακούστηκε παντού. Τα δέντρο δεν ήταν πια αρκετό για να με κρύψει. Με ανακάλυψαν αμέσως. Άρχισαν να το κουνάν με όλη τους τη δύναμη. Έπεσα άσχημα στο ξερό έδαφος με το κεφάλι.
Το αίμα απ' το χτυπημένο μου κρανίο μου άρχισε να μου κατακλύζει τα μάτια.
Το όπλο στα χέρια μου έμοιαζε σαφώς εργαλείο του Άνγκρα Μάινιου.

Η οργή του λαού για την τρομερή βλασφημία του υπηρέτη του κακού κατά της Ιερής Φωτιάς την ώρα μάλιστα που ο λατρεμένος τους προφήτης μάντευε το θάνατό του, τους έκαψε το νου και ήταν τόσο το μένος τους που μέσα στην παραζάλη του χτυπήματός μου αντιλήφθηκα ότι άρχισαν να μου αποσπούν κομμάτια του σώματός μου με τα δόντια τους. Όσο μπορούσα ακόμη να νιώθω ήταν βέβαιο ότι οι σάρκες που αποκολούνταν βίαια, τα κόκκαλά μου άρχιζαν να εμφανίζονται. Μια μεγάλη κοτρώνα που μια γυναίκα κατέβασε με δύναμη στο πρόσωπό μου με αποτέλειωσε. Δυο τρεις πορφυρές από αίμα στιγμές που διαρκούν όσο το ανοιγόκλειμα του ματιού και σταμάτησα για πάντα να αισθάνομαι.

Όσο αυτοί είχαν πέσει τριγύρω μου λυσασμένοι και πασάλειβαν στόματα, πρόσωπα και ρούχα με το αίμα μου που σιγά σιγά τελείωνε, οι υπόλοιποι που βρίσκονταν μακριά από το δέντρο, σαστισμένοι κοίταζαν μια τον προφήτη και μια τον ανθρώπινο τυφώνα που με κατακρεουργούσε χωρίς να καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Ο προφήτης ξαναφώναξε: "ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΜΑΙ ΝΕΚΡΟΟΟΟΣ...!"...

Οι ακόλουθοι στέκονταν παγωμένοι, χωρίς να έχουν ιδέα τι εννοεί ο Ζαρτόστ. Τότε εκείνος, με μια γρήγορη κίνηση που κανένας ποτέ δε θα μπορούσε να προβλέψει, τράβηξε μέσα από το μανδύα του ένα κοφτερό στιλέτο και σαν αστραπή το κάρφωσε στο στήθος του, κραυγάζοντας για ένα δευτερόλεπτο από τον πόνο και πέφτοντας ύστερα πάνω στο λευκό μάρμαρο δίπλα στην Ιερή Φωτιά που σιγοέσβηνε.

Ανεβαίναμε με διαφορά ύψους λίγων μέτρων. Εγώ λίγο πιο πάνω αφού είχα πεθάνει νωρίτερα. Κοιτούσαμε κι οι δυο κάτω τα νεκρά σώματά μας, το γέρικο και κοκκαλιασμένο δικό του και το κομματιασμένο δικό μου. Ώσπου φτάσαμε στο ίδιο ύψος. Ο Ζαρτόστ είχε βλέμμα σοβαρό, αξιοσέβαστο, τέτοιο που μπορούσε να υποτάξει τον καθένα. Με κοίταξε ήρεμος, ανέκφραστος βαθιά στα μάτια. Έμοιαζε παντοδύναμος. Πάγωσα. Οι λάθος διαπιστώσεις μου γι' αυτόν ήταν ο αληθινός μου θάνατος.


Ξαφνικά αλλοιθώρησε, έβγαλε τη γλώσσα του στην άκρη έξω απ' το στόμα του, χαμογέλασε ηλίθια και ξεφώνησε:

"Μπουρδούμ μπουρδούμ...!!!!!ΑΑΑΑΑΑΑΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!!!!!!!"

και με παρανοϊκό, διαβολεμένο γέλιο ουρλιαχτών, εκτοξεύθηκε προς τον ουρανό με τέτοια ταχύτητα, που μου θύμισε παραφουσκωμένο τρελό μπαλονάκι από παιδικό πάρτυ που κάποιος μόλις είχε τρυπήσει.