Δευτέρα

SXF 2010


Η γιαγιά η Μαριγώ ζήτησε απ' τους φύλακες του νοσοκομείου να την αφήσουν να πάρει ένα παλιό κρεβάτι που προοριζόταν για παλιοσίδερα. Εκείνοι της το έδωσαν Όμως ήταν βαρύ κι αυτή τόσο πολύ γριά, καμπουριασμένη κι αδύνατη απ' την πείνα που δε θα μπορούσε με τίποτα να το μεταφέρει. Πιο 'κει βρήκε ένα στρατιώτη. Τον χτύπησε ελαφρία στην πλάτη με το δαχτυλάκι της. Του έδωσε με νοήματα να καταλάβει. Του έδειξε και το σπίτι, λίγο πιο πέρα απ' το προξενείο. Σε μισή ώρα ο στρατιώτης μπήκε μέσα στην αυλή με το κρεβάτι στον ώμο. Τα παιδιά που έπαιζαν χάμω πάγωσαν. Είχαν δει πολλούς όμοιους μ’ αυτόν να σκοτώνουν στο δρόμο για πλάκα. Η είσοδος ενός κατακτητή στην αυλή δεν υπήρχε περίπτωση να είναι για καλό. Η Κατίνα τρομοκρατημένη – προσπαθώντας με κόπο να το κρύψει – του έδειξε πού να το ακουμπήσει. Εκείνος το άφησε απαλά, χαμογέλασε, έκλεισε το μάτι στα πιτσιρίκια κι εξαφανίστηκε...


Περπατάμε αργά. Σε λίγα λεπτά θα απαγορευτεί η κυκλοφορία. Εκείνη τη στιγμή εμείς θα είμαστε ακόμα στο δρόμο. Θα κινηθούμε κρυφά, απ' τα σκοτεινά δρομάκια, απ' τις απόμερες διαδρομές της πόλης. Περνούν από μακριά κατευθυνόμενα προς τις θέσεις ενάρξεως υπηρεσίας, τα πρώτα περίπολα της περιοχής για απόψε. Αν μας πιάσουν έξω το πιθανότερο είναι να ξημερώσουμε με εξονυχιστική ανάκριση και σίγουρα μια μεγάλη ταλαιπωρία με αυτεπάγγελτη δίωξη για καταπάτηση τον κανονισμών και δικαστήριο που για να πετύχεις αθώωση υφίστασαι τέτοια ταλαιπωρία και γραφειοκρατία, που θα προτιμούσες να περάσεις κανένα μήνα στις φυλακές για τις ελαφριές περιπτώσεις. Βέβαια σημειώνεσαι μετά από αυτό και δεν είναι καθόλου σοφό να ζεις σημειωμένος μέσα σε ένα τέτοιο καθεστώς.

Φτάνουμε στο σπίτι χωρίς πρόβλημα. Δε μας έχει δει κανείς για ακόμη μια φορά. Δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα είμαστε τόσο τυχεροί μ' αυτή τη συνήθεια που έχουμε να χανόμαστε στα σκοτεινά μέρη της πόλης. Γδυνόμαστε γρήγορα στο σκοτάδι. Μπορεί να έχει βομβαρδισμούς απόψε. Όμως απόψε εμείς γαμιόμαστε άγρια σε ένα δωμάτιο που θα μπορούσε άνετα να παρακολουθείται από τις υπηρεσίες ασφαλείας.

Το υπόλοιπο της νύχτας κύλησε ήσυχα.

Τα πρωινά περπατάμε πολύ. Αυτό κάνουμε, μόνο περπατάμε. Μπορεί να μπλέξεις πολύ άσχημα αν διαπιστωθεί ότι δεν κάνεις τίποτα που να προσφέρει στη χώρα. Μας προδίδει το ύφος μας, αλλά πάντα περπατάμε. Μαθαίνουμε να ζούμε με εκείνο το τεχνητό σύνορο της πόλης. Να το αγνοούμε. Να ακούμε χωρίς συναισθήματα τον υπόγειο σιδηρόδρομο να διασχίζει την πόλη αργά χωρίς να σταματάει στους σταθμούς φαντάσματα. Να βλέπουμε τις βάρδιες να αλλάζουν σε κάθε πιθανή είσοδο των παλιών σταθμών.

Στις δώδεκα κάθε μεσημέρι από τα μεγάφωνα ο «σημαιοφόρος πασών των συμβαδιστών» εκφωνεί από τον τηλεοπτικό πύργο την ημερήσια διάταξη της χώρας. Η λέξη «αρχηγός» είναι απαγορευμένη όταν αναφέρεσαι σε εκείνον. Προσπαθεί να διατηρήσει ένα ταπεινό προφίλ. Συνήθως απαγγέλει προπαγανδιστικές φανφάρες και κάποιες τάχα πολύ αισιόδοξες μικροειδήσεις για την κρατική παραγωγή, για την ανάπτυξη και την καλοζωία που σύντομα μας περιμένει. Πάντα πίστευα ότι οποιοδήποτε πολιτικό σύστημα έχει ανάγκη την έντονη προπαγάνδα και τον απόλυτο έλεγχο του τύπου και του λαού είναι προορισμένο να αποτύχει αργά ή γρήγορα. Φυσικά αυτές οι λέξεις δεν ηχήθηκαν ποτέ από εμένα. Έμειναν από φόβο στο μέρος του νοερού εκεί όπου φυλακίζονται πάντα οι μεγαλύτερές μας αλήθειες.

Πήγαμε στον παλιό ζωολογικό κήπο. Δεν ξέρω ποια ανάγκη μας οδήγησε εκεί. Ίσως για να νοιώθαμε πιο κοντά στη φύση μήπως κάτι μας φανεί διαφορετικό. Ο κήπος δεν ήταν στην ίδια κατάσταση όπως πριν χρόνια που επισκέπτονταν τη χώρα τουρίστες από παντού. Τον κρατούσαν υποτίθεται για τη διασκέδαση των «συμβαδιστών» αλλά εγώ πίστευα πάντα ότι γινόταν περισσότερο από εγωισμό και κόντρα στα αντίπαλα κράτη, μια απέλπιδα προσπάθεια επίδειξης των αγαθών που μπορεί να επιτύχει το έθνος. Ο φύλακας μας κοίταξε παράξενα όταν κόψαμε εισιτήριο. Είχε μέρες να δει κόσμο. Τα ζώα ήταν πεινασμένα και ασθενικά, πολλά κλουβιά άδεια και βρώμικα. Κάποιοι στάβλοι είχαν δεχτεί μερικές βόμβες των δυνάμεων των συμμάχων πριν από κάτι μήνες – το είχα διαβάσει στην εφημερίδα – που δεν επιδιορθώθηκαν ακόμα. Προφανώς το μέρος δεν επιθεωρείται και τόσο συχνά από τις αρμόδιες υπηρεσίες.

Σταθερά, κάθε μεσημέρι ξαναβρισκόμαστε γυμνοί στο κρεβάτι μας. Αφήνουμε τις κουρτίνες ανοιχτές να μπαίνει το φως καθώς ανακλάται πάνω στο φρέσκο χιόνι που έπεσε στις οροφές την προηγούμενη νύχτα. Αδιαφορούμε για το αν μας κοιτούν οι κάτοικοι των απέναντι κτιρίων. Δεν είμαστε οι μόνοι που με το σώμα μας ακάλυπτο πάμε πεισματικά αντίθετα στη μανία του καθεστώτος με την ομοιομορφία. Και η λέξη καθεστώς απαγορεύεται. Την αντικατέστησε πριν χρόνια ο όρος «αδελφότητα». Όπως και η λέξη «απαγορεύω». Αντί για αυτό χρησιμοποιείται το «προτείνεται». Προτείνεται από το συμβούλιο των προστατών των συμβαδιστών να μην κυκλοφορεί κανείς αδερφός μας συμβαδιστής στους δρόμους μετά την 11μιση βραδυνή.

Συχνά το κάνουμε κολλημένοι στο τζάμι του παραθύρου. Δεν έχει «προταθεί» ακόμα η μη σεξουαλική συνεύρεση στα παράθυρα. Δεν το έχουν σκεφτεί οι σοφοί της αδελφότητας.

Όταν σκοτεινιάσει περπατάμε και πάλι. Είναι η αγαπημένη μας επικίνδυνη συνήθεια. Έχουμε πιει από εκείνο το φτηνό κρασί που φτιάχνουν στους κρατικούς αμπελώνες. Είναι ένα από τα λίγα καλά πράγματα που μπορείς να βρεις εδώ.

Εκείνη καπνίζει ασταμάτητα. Την έχω δίπλα μου κι οι γυναίκες της κεντρικής οδού που ψαρεύουν μοναχικά αρσενικά δεν τολμούν να προσπαθήσουν καν να με αποπλανήσουν. Η μεθυσμένη αναπνοή της, η σιγουριά με την οποία περπατάει δίπλα μου και η παράξενη, αμήχανη γοητεία της, τις τρομάζει όπως ένας ιεροεξεταστής τις μάγισσες. Ξανά η διακοπή της κυκλοφορίας μας βρίσκει με τα βήματά μας να πατάνε πάνω στο μαύρο χιόνι, το βρώμικο χιόνι της πόλης, παιδί ενός πεισματάρη και βαρύ χειμώνα. Ο θόρυβος που κάνουν οι σόλες μας καθώς το συνθλίβουν μπορεί να ακουστεί εύκολα μέσα στην απέραντη ερημιά του αστικού κέντρου. Ακόμη μια φορά δε μας ακούει κανείς. Ξέρουμε ότι με βάση τις πιθανότητες είναι καθαρά θέμα χρόνου να εντοπιστούμε κάποια στιγμή από τους «προστάτες της φυλής» που οργώνουν όλη νύχτα κάθε γειτονιά και να μπλέξουμε. Καμιά φορά, σαν έχουμε επιστρέψει, στεκόμαστε στο παράθυρο, με σβηστό το φως και τους παρακολουθούμε να συζητούν μέσα στις στολές του και στα σκοτάδια. Καμιά φορά μου φαίνεται πως θα συνεχίσουμε να τους βλέπουμε ακόμα κι όταν αυτός ο παράξενος πόλεμος τελειώσει.

Μερικές νύχτες δεν κοιμόμαστε καθόλου। Το πρωί μας τυφλώνει ο πρώτος ήλιος και κάποια πρόσκαιρη αισιοδοξία

Ντυνόμαστε αργά και συνεχίζουμε να περπατάμε…