Παρασκευή

Alternative end for Kim-Ki-Duk's film "The Bow"





Άκουσε τη βάρκα να έρχεται. Ήταν όμως άλλη βάρκα αυτή, γιατί τον ήξερε καλά και τον ξεχώριζε πάντα τον ήχο που άκουγε χρόνια να ταλαντώνεται μεταξύ στεριάς και πελάγους τις ώρες που δεν ήταν δεμένη εκεί, στο μικρό ψαροκάικο. Βγήκε βιαστικά στο κατάστρωμα και τον βοήθησε να δέσει. Μετά τον τράβηξε βιαστικά στη μικρή κουκέτα και άφησε ανοιχτή την πόρτα να μπαίνει μέσα με τον αέρα η "Κίτρινη Θάλασσα". Κάθησαν γονατιστοί πάνω στα σάλι που είχε στρώσει. Άνοιξε γλυκά το πάνω μέρος απ' το κιμονό της . Κι είχε μια ηρεμία αφάνταστη, σαν να ήταν γυναίκα έμπειρη και χορτασμένη στον έρωτα, έτοιμη να διδάξει ένα άπειρο κι άχαρο νέο. Ο άλλος, ατζαμής, τρεμάμενος, άρχισε τη μια φοβισμένα και αβέβαια και την άλλη βίαια με άκρατο πάθος να της γλύφει το στήθος, να δαγκώνει της ρώγες της, να την κρατάει στα χέρια του με πόθο άτσαλο και εφηβικό. Ξαφνικά τον αρπάξε απότομα απ' τους ώμους και τον σταμάτησε βάζοντας όλη της τη δύναμη προκειμένου να φρενάρει αυτήν την ακανόνιστη και έντονη ταλάντωση που γινόταν πάνω στο σώμα της. Ο μικρός σάστισε νομίζοντας πως η αγαπημένη του δε θέλει πια τον έρωτά του. Όμως δεν ήταν αυτό. Χρειαζόταν για ένα πολύ απλό και πρακτικό λόγο μερικές στιγμές σιωπής, να χρησιμοποιήσει τις αισθήσεις της και να ακούσει βαθιά στον ωκεανό τα βαριά πιστόνια μιας ντιζελομηχανής που έσπρωχνε μια ακόμη βάρκα. Αυτής που γνώριζε τόσο τέλεια, που πλοηγούσε το πιο κοντινό της πρόσωπο, το πιο αγαπητό, ο προστάτης και απαγωγέας της για μια ολόληρη δεκαετία.
Σίγουρη πια για το τετελεσμένο της άφιξης του γέρου, έχωσε το χεράκι της στο παντελόνι του μικρού και έβγαλε έξω το όργανό του. Και άγρια, βιαστικά, πιο πολύ από αγωνία παρά από πόθο, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό της πρώτης επαφής τον τράβηξε μέσα της. Κι έτσι όπως ο κόλπος της δεχόταν prima volta την ηδονή, στρίγγλησε ένας γλάρος, τρίξανε δυο ξύλα από τα ίσαλα και γέμισε η μικρή κουκέτα παρθενικό κοριτσίστικο αίμα και εφηβικό σπέρμα.

......................

Ο γέρος είδε από μίλια μακριά το φουσκωτό δεμένο στο καΐκι του και βλαστημώντας έδωσε όση ώθηση μπορούσε στο σάπιο πλεούμενο, να προλάβει να προφτάσει. Η μούρη κοπάνισε στα πλαϊνά και τράνταξε το καΐκι. Έδεσε βιαστικά και άστραψε στο κατάστρωμα. Δεν πήρε ούτε τα ρούχα του γάμου που είχε αγοράσει. Έφτασε έξω απ' την κουκέτα κι απ' την ανοιχτή πόρτα είδε δυο εξουθενωμένους εραστές να ξαπλώνουν χωρίς να αγγίζονται, πάνω σε μικρούς σκούρους λεκέδες αίματος και ένα βλέμμα που τον πήγε για μια στιγμή στα 13 του χρόνια και στην πρώτη του ξαδέλφη. Και τότε έβγαλε απ' τα πυρωμένα σπλάχνα του ένα βρυχηθμό που τρόμαξε τον πιτσιρίκο και τον έκανε να ανακαθίσει γυμνός όπως ήταν στο πάτωμα. Η άλλη όμως έμεινε ψύχραιμη κι ακλόνητη - αφού τον περίμενε απο ώρα - να τον κοιτάζει στα μάτια με οργή και δύναμη ίδια και μεγαλύτερη από τη δική του και να παλεύουν οι κόρες τους, ποιά θα λυγίσει πρώτη και θα στραφεί αλλού αποδεχόμενη
και ήττα και λάθος. Κι ήταν τα γέρικα μάτια που ενέδωσαν πρώτα στο δίκιο και χαμήλωσαν. Γύρισε την πλάτη ήσυχος, έπιασε στο ένα χέρι το τόξο και στο άλλο μια χούφτα καλοακοντισμένα βέλη και πήγε και κάθισε στη μύτη της πλώρης. Και για ώρες στεκόταν εκεί γαλήνιος, εκσφενδονίζοντάς τα σε όποιο ζωντανό πλεούμενο ή πετούμενο τολμούσε να του διαλύσει την απομόνωση.

........................

Όταν το νερό πήρε το χρώμα της φωτιάς και δρόσισε ο αέρας του απογεύματος, μαζεύτηκαν στο κέντρο του πλοίου. Ο μικρός έδειξε στο γέρο όλα τα στοιχεία που είχε μαζέψει για την απαγωγή. Οι δημοσιευμένες φωτογραφίες στους τοίχους, τα άρθρα, οι αναζητήσεις. Εκείνη δε μιλούσε, γιατί δεν έμαθε ποτέ να χρησιμοποιεί το λόγο για να μιλάει. Μόνο πήγε στη βάρκα, έφερε τα νυφιάτικα και έντυσε το γέρο. Στολίστηκε κι αυτή μπροστά στον πρώτο της εραστή, το μοναδικό μάρτυρα αυτής της μικρής τελετής στην οποία δε θα είχε κανένα ρόλο. Και τάισαν ο ένας τον άλλο και χορέψανε τον χορό της αιώνιας ένωσης.
Και τότε οι δυο νεόνυμφοι περπάτησαν αργά προς τη μικρή "βεβηλωμένη", κουκέτα και έκλεισαν όπως κάθε βράδυ την πόρτα. Εκείνη είχε διαλέξει έτσι. Άλλωστε δεν ήταν πια μικρή, μόλις το ίδιο πρωί είχε γίνει 17.