Δευτέρα

Β 612 μπουμ



Πήλινα ψαράκια, ένα κόκκινο κι ένα κίτρινο με σπασμένη ουρά και σπασμένα τα ονόματά μας, καθώς γράφτηκαν εκεί πίσω μια μέρα. Σπασμένη κι η γενική, "σου", πίσω από το όνομά ΣΟΥ, εσένα που κάποτε ο Exupery σε ονόμαζε


Τ Ρ Ι Α Ν Τ Α Φ Υ Λ Λ Ο

Κι όμως κανείς δε βρέθηκε να σε εξημερώσει ποτέ κι ούτε θα βρεθεί γιατί τρόμαξες από μένα κι απ' τον κόσμο και τώρα νομίζεις πως έχει γεμίσει με τίγρεις ο πλανήτης Β 612. Γι'αυτό κι εσύ έχεις γεμίσει αγκάθια.

Μάντεψε...!

Βρήκα έναν άνθρωπο που νομίζει ότι τον εξημερώνω αλλά στ' αλήθεια μπορεί να μην ξέρει πως αυτός εξημερώνει εμένα περισσότερο κι όταν δεν του απαντώ δε μου φωνάζει ούτε φοβάται μην εξαφανιστώ. Έχει τρομακτικό όνομα γιατί παλιά μπέρδευε τους ναυτικούς, αλλά τελικά ότι σε τρομάζει δεν πρέπει να το προσέχεις. Εσύ που είσαι όμορφο και με κόκκινα πέταλα κι έχεις ένα κάτω χείλος που ξεφεύγει θανατηφόρα από τη θέση του - μόνο όταν γελάς σε μένα, γιατί κανείς άλλος δεν το χει δει -, εσύ με έχεις φοβίσει πιο πολύ κι από το "μεσημερά" που μάζευε τα άτακτα παιδιά, ντάλα τρεις η ώρα, τα παλιά καλοκαίρια στη Μηχανιώνα.

Θυμάμαι τη Λισαβώνα με σένα να γελάς στις φώτο και να μου λείπεις εκείνο το Πάσχα που στα παράθυρά μου έσκαγε άγρια το κύμα της Κασσάνδρας, μα τώρα ΕΓΩ θα πάω στη Λισαβώνα και θα γνωρίσω δυο ανθρώπους που θα μου μάθουν πως είναι να αγαπιούνται οι άνθρωποι. Που ξέρουν και να μαλώνουν και να συγχωρούν.

Πώς αλλιώς;

Σήμερα που είναι μεγάλη μέρα κι όλοι με βάζουν στο κέντρο, που κουδουνίζει το μαραφέτι σαν τρελό εγώ θα ζήσω ξεχνώντας.



Θα πάω να φορτώσω τη μέση μου με χιλιάδες ακτίνες λέιζερ και με ρεύμα και με αλοιφές, μήπως ξεμουδιάσει το πόδι μου από χτες, που σε κοιτούσα να σμίγεις τα φρύδια καθώς βουτούσες σε εκείνο το κόκκινο βιβλίο με τους δικανικούς όρους.

Μετά θα πάω να μοιράσω όσο πιο γρήγορα μπορώ τα χέρια μου και τα πόδια μου σε πέντε δέκα καλούς φίλους, άλλους ξύλινους κι άλλους μεταλικούς.

Στο τέλος, θα πάρω τη Μοrgana και θα πάμε εκεί που είχαμε φυτέψει έναν κοκοφοίνικα για κατάρτι, για να αποποιηθεί το παρελθόν του ο καθένας.



Εγώ θα ρίξω στο νερό τα δυο ψαράκια που έφτιαξες, ένα λατρεμένο χαζό κουρδιστό ανθρωπάκι που περπατάει πιο ηλίθια κι απο μένα, όταν ζαλίζομαι ή στενοχωριέμαι. Θα παλέψω να κρατήσω το αεροπλανάκι σου στα κλειδιά μου, γιατί δυσκολεύομαι να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτό και θα προσπαθήσω να ξεχάσω πως να προφέρω το όνομά σου. Θα σβήσω τη λατρεία μου, τη Λολίτα μ(σ)ου, γιατί είναι εσύ και θα δώσω όλη μου την αγάπη στο Romeo, που κλαίει από χαρά όταν φτάνω σπίτι κι ας δαγκώνει ακόμα δυνατά γιατί δεν καταλαβαίνει κι ας κατουράει ακόμα τις κουρτίνες.


Η Μοrgana δεν ξέρω τι θα φέρει μαζί της.



Το κείμενο ΔΕΝ το έγραψε η Αντουανέτα, απλά νομίζω πως θα πρέπει να σταματήσω να κάνω παρέα μαζί της γιατί στο τέλος θα γίνουμε ίδιοι,,,,,
αλλά αυτό δεν είναι κι απαραίτητα κακό....