Οι νύχτες της μαρμότας δεν περνάνε με τίποτα. Πέφτουν φώτα και μάτια πάνω μας. Μας βάζουν στο κέντρο, Τα ίδια και τα ίδια κάθε βράδυ. Οι μπλε προβολείς φαίνονται δροσεροί, αλλά πίσω απ' το καμουφλάζ του σελοφάν κρύβεται μια ζεστή λάβα που μας ιδρώνει.
Οι ώρες σκαλώνουν πάνω στην ανία και στην ανυπομονησία για άλλα πράγματα.
Οι σκηνές επαναλαμβάνονται. Στο τέλος του πενταγράμμου, εκεί που νομίζεις ότι σκαντζάρεις για απόψε, ένα ωραιότατο, γαμημένο "dal segno" σε ξαναστέλνει στην αρχή του ηλίθιου μουσικου θέματος. Και το ξαναπαίζεις. Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς:
Κι εσύ από κάτω τι θέλεις και κοιτάς; Με έχεις ζαλίσει, το επίμονο βλέμμα σου δε μ' αφήνει να παίξω. Με αποσυντονίζεις το καταλαβαίνεις; Είσαι πολύ ωραία για απόψε, αλλά δεν το λέει η καρδούλα σου. Γι' αυτό τράβα να κοιμηθείς πλάι στον αντρούλη σου, που μου θες και ξεσαλώματα με το υπόλοιπο κατιναριό. Στο κάτω κάτω τι σκατά μου βρίσκεις εμένα;
Απόψε είμαι μπλε, είμαι λείος και έχω κεραίες.
Μήπως είσαι ανώμαλη;
Παρακαλάτε να σας παίξουμε ξανά και ξανά τα ίδια πράματα. Πόσο δεν μπορείτε να απαλλαγείτε απ' τη συνήθεια. Κάνατε δυο γνωριμίες με μερικούς λεγόμενους "καλλιτέχνες" και νιώσατε σημαντικοί. Και πασχίζετε να τους το αποδείξετε. Μην τυχόν και χαθήτε, σας ξεχάσουν και μετά δεν μπορείτε να λέτε ότι τους ξέρετε. Μόστρα, μόστρα, μόστρα.
Χαχαχα!
Είναι τρομερά αστείο. Δεν το καταλαβαίνετε, αλλά οι καινούριοι σας "φίλοι", απλά σας παρασέρνουν σε ένα άλλο είδος ασημαντότητας. Στο δικό τους, το κρυμμένο καλά. Ξέρεις η σημαντικότητα δε φαίνεται στην αφίσα με τα ονόματα και τα πρόσωπα. Θέλει αρχίδια να την εντοπίσεις. Βρείτε αυτά πρώτα.
Κι εσείς δεν έχετε ιδέα από τίποτα. Κυρίως από ζωή.
Εσείς συγκινήστε με τους βλακωδέστερους στίχους του κόσμου και κάτι άλλους που μοιάζουν αστείοι, αλλα κρύβουν μέσα τους όσο πόνο μπορεί να αντέξει ένα τραγούδι τους αφήνετε να περνούν από δίπλα σας σα ζητιάνοι. Με μια διαφορά. Εσείς δεν κάνετε πως δε βλέπετε τους ζητιάνους. Οι ζητιάνοι κάνουν πως δε σας βλέπουν. Ντρέπονται κάπως.
Κι εγώ παρακαλάω. Ξέρετε τι; Να γυρίσω λίγες μέρες πριν. Σε μια απ' τις ωραιότερές στιγμές που θά 'χω να θυμάμαι. Σε εκείνο το σκοτεινό θέατρο μιας άλλης πόλης. Να παίζω βαμμένος ρε. Να φαίνομαι άσχημος, χλωμός, σατανικός τη μια, για λύπηση την άλλη. Να έχω κι άλλους τέτοιους δίπλα μου. Να μας αφήνετε ήσυχους να αγαπιόμαστε. Να μη μπορεί να σας σηκωθεί με την πάρτη μας. Να παίζουμε μόνο για μας. Να γυρνάμε τις πόλεις. Να κάνουμε βρώμικα και βιαστικά πικνικ σε αστικά πάρκινγκ, να περνάμε δίπλα απ' τη λέρα του κόσμου, να πέφτει ο ένας με το βάρος του πάνω στον άλλο και πάντα να μένουμε όρθιοι...
Φίλαράκο, πήγε τρεις παρά, δε με πληρώνεις να φεύγω;