Παρασκευή

Δεν ξέρω αν σ'εμαθα ούτε γω ξέρω αν μ' έμαθες. Δεν ξέρω αν χρειάζεται. Ξέρω μόνο πως δεν καπνίζεις αλλά εκείνο το βράδυ που ήταν εκείνος ο μήνας που δε χωνεύουμε κάπνιζες σαν τον πούστη ό,τι σου δινα και μ'άκουγες. Ξέρω πως είσαι αυτός που για 18μιση κλεμμένα λεπτά με ακολουθούσε μέσα σε δέντρα όταν πριν, για ένα ολόκληρο πρωινό έψαχνε να βρει μια ροδιά. Ξέρεις πιό καλά από μένα τί είμαι κι έχεις δει όλα τα χρώματά μου απο μέσα κι απ' έξω. Ταξιδέψαμε λίγο μαζί αλλά ξέρω πως κάθε φορά τρως ο,τι φαί αφήνω και κοιμάσαι ό,τι ύπνο διώχνω. Σ'αγαπάω γιατί αυτή τη στιγμή κοιμάσαι στον καναπέ μου και φοράς τη ζακέτα της γιαγιάς, που εκτός από σενα ίσως μόνο ένας θα ήθελα να φορέσει. Γελάμε μαζί με τη λέξη "πυτζάμα" αλλά είδες που την έπλυνα να τη φορέσεις; Σ' αγαπάω γιατί δε μου επέτρεψες ούτε μια στιγμή να σε φοβηθώ και γιατί από το πρώτο δευτερόλεπτο μισοκοιμήθηκες μέσα στη ζωή μου κι εγώ φοβόμουν να σ'αγγίξω γιατί σκεφτόμουν οτι μπορεί να είσαι απο κεινους που δεν ξέρουν οτι δυο χέρια μπορούν ν'αγαπήσουν ένα κοιμισμένο δέρμα. Τώρα που ξέρω οτι ξέρεις σ' αγαπάω πιό πολύ. Σου γράφω δυό φορές να σου αποδείξω πως η παλιούπαρξή σου πάντα με εμπνέει. Τρύπωσα στο σπίτι που σε γνώρισα για να σου πω αυτά που σου χρωστάω. Σ' αγαπάω γιατί μπορείς να κάτσεις να εφεύρεις χίλια δυο νησιά με κατάληξη- ούσα παρατατικού για να με κάνεις να γελάσω και γιατί όταν κλαίω η μούρη σου γίνεται χειρότερη από τη δική μου. Nahamesnakanamoko σε περιμένω να ταξιδέψουμε μαζί στη Λισαβόνα με στίχους γραμμένους στους αστραγάλους μας. Να καπνίσουμε και να κεράσουμε τσιγάρα στον ποιητή μας. Να κατηφορίσουμε μαζί δρόμους που μόνο η Αννα μπορει να ξέρει. Να σπάσουμε δυο μπουκάλια γάλα για να ξαναγεννηθούμε. Nahamesnakanamoko είμαι η Μαρία Αντουανέτα, δε με λένε Μαρία αλλά σ' αγαπάω μέχρι το βουνό.