Κυριακή

Backwards



1266ΒΙ


Τελευταία στο δρόμο προσέχω συνέχεια θυμωμένα πρόσωπα.
Ακόμη κι αυτών που κανόνικα θα έπρεπε να ζουν στο δικό τους ευτυχισμένο κόσμο.

Πού και πού συναντιέται το βλέμμα μου με κάποιο άλλο ευτυχισμένο και τότε φυσάει κι ένα ελαφρύ αεράκι της άνοιξης.
Δε μου φτιάχνουν τη μέρα, οι μέρες μου είναι τέλειες εδω και πολύ καιρο!

Άλλη φορά συναντώ ανθρώπους αφελείς που νομίζουν πως χαίρονται επειδή η βαρετή ζωή τους είναι σε τάξη και ασφαλισμένη στη σίγουρη επαναλαμβανόμενη μετριότητά της και αφού αγγίξαν την προσωπική επιτυχία τους, τώρα αγχώνονται να γίνουν διαχειριστές στην πολυκατοικία ή δημοτικοί σύμβουλοι. Και ξαφνικά ξυπνούν και έχουν εκείνα τα βλέμματα τα θυμωμένα που γίνονται πιο θυμωμένα όταν σκέφτονται:

"Γιατί δεν είμαι καλά γιατρέ μου, αφού πέτυχα στη ζωή μου..."

Τότε είναι που παλεύω να κρατήσω μέσα στο στομάχι μου το ανήσυχο περιεχόμενό του.

Κι από την υπνωμένη και την ηθελημένη τη στάση την εμβρυακή των τελευταίων ημερών - κόλπο για να περάσουν οι μέρες γρήγορα, όπως εκείνο το αξέχαστο 9μηνο στον αμνιακό σάκο - ξαναπαίρνω με τσαμπουκά σχήμα κανονικό.

Έχω εδώ και καιρό συμφωνήσει με τον εαυτό μου ότι ο καφές θα είναι το μόνο μέτριο πράγμα που θα ανεχτώ.

Στις αφίξεις του μήνα η πτήση 1126ΒΙ δε φαίνεται να αργεί πολύ ακόμα. Πως να 'ναι οι επιβάτες που θα κατέβουν; Αλλαγμένοι; Πιο μαυρισμένοι σίγουρα. Μπορεί και πιο ελεύθεροι, μακάρι αυτή η ελευθερία να ποτίσει τα δέρματά τους και να θυμούνται το ταξίδι αυτό ως περίεργοι και άτακτοι ταξιδευτές. Όχι ως γκρουπαρισμένοι τουρίστες. Ας θυμούνται πως ταξίδεψαν σχεδόν μόνοι. Πως χάθηκαν από τους ξεναγούς, πως έμπλεξαν. Πως γλύτωσαν. Πως γλύτωσαν από τη μιζέρια και τη συνήθεια που διδασκόμαστε καλά από γεννησιμιού μας.

Τυχεροί αυτοί που δεν έχουν τίποτα να τους δένει με έναν τόπο. Πιο τυχεροί αυτοί που βρήκαν τα αρχίδια να λύσουν ότι τους δένει με έναν τόπο. Κι ακόμη πιο τυχεροί αυτοί που έκοψαν ότι δε λύνεται.

Ας ταξιδεύαμε έτσι, αιώνια. Ας διδάσκες μουσική στην Κούβα κι ας μάθαινα ψάρεμα δίπλα σε ένα γέρο. Μετά να πηγαίναμε στην Νέα Ζηλανδία να διατάζαμε τσοπανόσκυλα και κοπάδια χιλιάδων προβάτων σε πράσινες πλαγιές. Και ας ζούσαμε μερικούς μήνες πάνω σε μια πλατφόρμα αντλήσεως πετρελαίου στην Ανταρκτική. Ας μας θυμόνταν οι τόποι σαν δυο που περάσαν κάποτε κι από δω.

Ας φτάναμε στο τέλος μας κι ας μην είχαμε ονόματα και τίτλους να θυμόμαστε. Ας είχαμε μόνο ιστορίες, πρόσωπα και εικόνες, μερικές φωτογραφίες και πεντακάθαρη όλη την νύχτα ενός Γενάρη - σε μια χώρα που μας είχαν γελάσει και τη νομίζαμε πατρίδα μας - που θα διηγούμαστε ο ένας στον άλλον ξανά και ξανά, μόνο όταν δε θα μας βλέπει κανείς γιατί θα μοιάζει φοβερά κωμικό σε όλους όσους εκείνο το βράδυ έπεσαν για ύπνο νωρίς.