Δευτέρα

Μια νυχτερινή οπτική του αεροδρομίου Fiumicino τη Ρώμης


- I'm sorry sir, but the check in burreau will open at 5:00a.m. for your flight.
Ευγενέστατος, δε λέω, όμως το να έκανα check in ασφαλίζοντας τα μπαγάζια μου και να περνούσα στις gates αναχωρήσεων φαινόταν μια πολύ καλή προοπτική για ύπνο ήσυχο και σχετικά άνετο για τα δεδομένα ενός αεροδρομίου. Και εδώ το Terminal 1 δε φαίνεται και πολύ φιλόξενο. Κρύα, μαρμάρινα πατώματα διαφημίσεις παντού και δυο τρεις πενταθέσειες πολυθρόνες, όλες πιασμένες από μερικούς ήδη κοιμώμενους ταξιδιώτες. Είναι ακόμα 7 το απόγευμα όμως ο Φλεβάρης εξακολουθεί να σκοτεινιάζει νωρίς. Πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να περάσει εύκολα η νύχτα.
Φεύγουν εύκολα 10 λεπτά χαζεύοντας σε ένα βιβλιοπωλείο. Θα πρέπει να διαλέξω κάτι. Το διάβασμα είναι μια σχετικά καλή λύση για να κυλούν γρήγορα οι ώρες. Δυο περιοδικά, ένα για drums και ένα για αεροπλοΐα. Πηγαίνω στο μοναδικό καφέ που υπάρχει, ένα από αυτά των αεροδρομίων, συνήθως franchise και που συνήθως κλείνουν νωρίς. Πίνω όσο πιο αργά γίνεται τον cappuccino μου και προσπαθώ να διαβάσω όσο λιγότερο γίνεται για οικονομία σελίδων. Το βλέμμα μου αποσπάται ξαφνικά από τους Ιταλούς drummers εξ' αιτίας μιας μητέρας που μόλις έφτασε στο καφέ με το γιο της. Καθίσαν σε ένα σταντ. Αυτή είναι γύρω στα 40, με πλατύ γυαλιστερό μέτωπο, μάυρα μακριά μαλλιά και σώμα 25χρονής αθλήτριας του aerobic. Αναμφισβήτητα γλυκό πρόσωπο. Και αναμφισβήτητα ζωντοχήρα. Παίρνει στο μικρό ό,τι της ζητήσει, κάθονται σα φίλοι και τα λένε. Χαμογελούν ο ένας στον άλλο συχνά αλλά μοιάζει σαν να υπάρχει ανάμεσά τους μια αραχνοΰφαντη αμηχανία. Σαν να πρέπει αυτή να επανορθώσει για κάτι. Στο μισάωρο ο μικρός την αποχαιρετά φιλώντας τη σταυρωτά και φεύγει κρατώντας τη χειραποσκευή του. Δεν τον συνοδεύει στην έξοδο μόνο κάθεται και συνεχίζει τον καφέ της.
Τη χαζεύω πλέον απροκάλυπτα. Το 'χει καταλάβει και νιώθει κάπως άβολα. Δε με νοιάζει καθόλου. Είμαι φιλοξενούμενος σ' αυτή τη χώρα και επιπλέον έχω μια ολόκληρη νύχτα μπροστά μου. Λοιπόν οφείλετε να με περιποιηθείτε. Κάποια στιγμή πιάνει το κινητό της. Μιλάει για ώρα γελώντας, μισοχαρούμενη και μισοανυπόμονη. Κλείνει λέγοντας: "Ti aspetto!". Και περιμένει. Άλλα 10 λεπτά μου χαρίζονται απλόχερα κάνοντας σκέψεις ποιός ή ποιά θα την επισκευτεί. Ενστικτωδώς τείνω προς κάποιο άντρα. Δεν πέφτω έξω. Το βλέπει να έρχεται περπατώντας βιαστικά τα τελευταία 30 μέτρα που τους χωρίζουν. Ακουμπάει το κεφαλάκι της στην παλάμη η οποία μέσω του λεπτού αγκώνα της στηρίζεται στο σταντ και του χαμογελάει. Φτάνει κοντά της και φιλιούνται σταυρωτά. Σίγουρα πιο εγκάρδια απ' το κανονικό. Κι ενώ περίμενα κάποιον νεαρό, μελαχρινό, elegant πιλότο ή κανέναν κουστουμάτο και περιποιημένο όσο δεν πάει businesman, απέτυχα. Αυτός εδώ είναι περίπου συνομήλικός της, κοντός, εύσωμος, άσχημος και χοντροκομμένος, με μεγάλο ζωώδες κεφάλι και φοράει μεσάτο δερμάτινο που αφήνει να προεξέχει μια λεβέντικη κοιλιά που υπόσχεται ακόμα μεγαλύτερες δόξες στο μέλλον. Πάνε στο ταμείο και παίρνουν καφέ. Ψευτομαλώνουν γελώντας για το ποιός θα πληρώσει. Ξανακάθονται στο σταντ. Μιλάνε ζεστα, χαμογελούν πολύ και κοιτάζονται έντονα στα μάτια. Καμιά φορά, όταν δεν αντέχουν την τόση ένταση, αποσυμφορίζονται στρέφοντας τα βλέμματά τους αλλού, παρατηρώντας δήθεν τη βραδυνή κίνηση των επιβατών. Εμένα όμως το μυαλό μου μπανίζει κρυφά ένα αδιάφορο δωμάτιο, που έχει όμως ένα διπλό κρεβάτι, που τραντάζεται μέχρι να σπάσει απ' το σεισμό που γεννάει ο πόθος τους, με εκείνον να λυσομανά πάνω της και εκείνη πορσελάνινη κούκλα στα χέρια ενός άγρια ερωτευμένου Ηφαίστου, που έχει και σφυρί και αμόνι και δυο ατσάλινα χέρια και που ορκίστηκε να τη λιώσει και την ξαναπλάσει απ' την αρχή.

................................

Σε 10 λεπτά το καφέ θα κλείσει. Αρχίζω κι εγώ να μαζεύω τα υπάρχοντά μου, χειραποσκευές και μη. Σέρνω βαριεστημένα τη βαλίτσα μου πάνω στο Ιταλικό μάρμαρο και βλαστημάω τους σχεδιαστές του Τερματικού σταθμού 1 του Fiumicino που δεν προέβλεψαν καθίσματα. Σαν deus ex machina το μυαλό μου γυρίζει 8 χρόνια πίσω. Το καλοκαίρι που ξαναβρέθηκα στο αεροδρόμιο αυτό. Και περνούν από μπροστά μου αστραπιαία εικόνες και μυρωδιές. Θυμάμαι ζεστό και φιλόξενο το Terminal 2...

................................

Ακριβώς όπως το ήξερα. Φωτισμένη υπερυψωμένη σάλα, απαλές μοκέτες και σειρές από πολυθέσιους καναπέδες, σαν γραμμικές καλλιέργειες καλαμποκιού. Εστιατόρια και καφέ 24ώρου. Τι ευτυχία ώ Θεοί! Κάπως έτσι πρέπει να 'ναι η αίθουσα αναμονής για τον παράδεισο! Το καλύτερο: Δυο τρία σημεία με μεγάλες τζαμαρίες, με καθίσματα και με πανοραμική θέα στην ελαφρώς ομιχλώδη πίστα. Το ένα απο αυτά σκοτεινό και ερημικό. Σκέφτομαι να εγκατασταθώ εκεί για τη νύχτα μου. Πιο δίπλα μαζεμένες, η μια πάνω στην άλλη, παλιές βαλίτσες, ρούχα και χαρτόκουτα. Κι ένα σώμα αραδιασμένο πάνω σε ένα αυτοσχέδιο κρεβάτι, φτιαγμένο από τους καναπέδες του αεροδρομίου. Άστεγος. Κοιμάται με τις κάλτσες σκεπασμένος με ένα άθλιο sleeping bag. Προσπαθώντας να τον αντιγράψω και να φτιάξω το δικό μου κρεβάτι τραβάω ένα καναπέ προς το μέρος μου. Ασήκωτος. Ακόυγεται από τη βάση τρίξιμο διαβολικό και υποχθόνιο. Σκατά ξύπνησε. Σηκώνει το κεφάλι να δει τι συμβαίνει. Ω! Είναι γυναίκα!
- I'm sorry, λέω αμήχανα.
Αδιάφορα αυτή ξαναταβλιάζεται, λιγότερο ενοχλημένη και περισσότερο ανακουφισμένη που ήμουν απλά άτσαλος και όχι κάποιος της security του αεροδρομίου. Ίσως το να κοιμηθώ εκεί να μην είναι καλή ιδέα. Με κάποια μετρητά στην τσέπη, ταυτότητες και διαβατήρια παίρνω την απόφαση να αφήσω το δελεαστικό κατάλυμα και να βρω ένα μέρος στη μεγάλη φωτισμένη σάλα κι ας έχω αυτή τη στιγμή μπροστά μου το ωραιότερο θέαμα του κόσμου: Τρία κουκλίστικα Airbus της Alitalia!

.............................

Ξανατακτοποιούμαι σε μια από τις σειρές των καναπέδων. Μεταλλικοί και άβολοι, με μπράτσα ανά θέση που δε σ' αφήνουν να ξαπλωθείς κατά μήκος τους, αλλά σίγουρα καλύτεροι από τα παγωμένα πατώματα του Terminal 1. Αν είχα βέβαια έναν υπνόσακο...
- Το βασίλειό μου για έναν υπνόσακο!
- Ποιό είναι το βασίλειό σου για απόψε;
- 50 ευρώ, ντοκουμέντα, δυο περιοδικά, ρούχα και ένα ζευγάρι μπαγκέτες για drums!
- Εεε κοιμήσου στον καναπέ καλύτερα.
Στο εντάξει. Για ασφάλεια σφηνώνω το τσαντάκι με το πορτοφόλι και τα εισιτήρια πίσω απ' την πλάτη μου, βάζω και το παλτό για μαξιλάρι και ελπίζω σε μία εύκολη υπνηλία. Μέσα στη νεκρική σιωπή της σάλας σκέφτομαι την προγραμματισμένη νυχτερινή κίνηση των αεροπλάνων, την υπηρεσία εδάφους, τα χαμόγελα των πιλότων πριν την αναχώρηση, τα καλοβραδίσματα και τα καλημερίσματα από τον πύργο ελέγχου, στο φεύγα και στο έλα. Χιλιάδες Ζ μεγάλα και μικρά πέφτουν με αλεξίπτωτα από τον ουρανό και κυλώνουν την ύπαρξή μου βυθίζοντάς με αργά σε γλυκιά νάρκη.

...................................

Είμαι ένας απλός χωριάτης της επαρχίας La Rioja και έχω μπροστά μου έναν αλλόκοτο ιππότη συνοδευόμενο από έναν κοντοπίθαρο υπηρέτη και ένα γάιδαρο, να μάχεται εναντίον των ανεμόμυλων της περιοχής κι οι συγχωριανοί μου σε έντονα Ισπανικά να τον κοροϊδεύουν γελώντας άγρια. Δεν μπορώ να μιλήσω, δεν ξέρω τη γλώσσα...Τι γίνεται....; Μα γιατί; Αφού είμαι ένας απλός χωριάτης της επαρχίας La Rioja...
Ξυπνάω απότομα. Πιο κει δυο Ισπανίδες τουρίστριες και ένας Ισπανός γελούν τρανταχτά. Οι ίδιες φωνές του ονείρου. Καταλαβαίνουν ότι με ξύπνησαν και το βουλώνουν. Συμμαζεύουν και τα γελάκια τους. Γαμημένη Ιβηρική. Αν ξυπνήσω μέσα στη νύχτα μου είναι πολύ δύσκολο να ξανακοιμηθώ. 00:00
Αλλάζω πλευρό, όσο αυτό είναι δυνατό πάνω στον άβολο καναπέ. Μέσα από τις μικρές τρύπες της μεταλλικής του πλάτης το βλέμμα μου εξακοντίζεται σε μια μοναχική ταξιδεύτρια. Μια πανέμορφη καστανή, ένας ανεκτίμητος μεσογειακός πίνακας ηλικίας μέχρι 38 χρονών. Τα μαλλία της απλώνονται - με τη χάρη που τους χαρίζει η οκνηρία της - στους ώμους και το παραμυθένιο κεφάλι της γέρνει γλυκά, μαζί με το υπόλοιπο σώμα της καθώς έχει μαζέψει τα πόδια πάνω στο κάθισμα. Με έχει καταλάβει από ώρα. Ίσως μέσα από την τρύπα φαίνεται η δεξιά μου κόρη που πάει ύπουλα να κλέψει μερικές από τις στιγμές της. Είναι κάπως θλιμμένη. Φαίνεται αλάξευτη. Χωρίς ποτέ να έχει βρεθεί κάποιος να της ανοίξει τα μάτια. Φοβάμαι πως το κοίταγμά μου αυξάνει τη θλίψη της. Ενοχλείται. Στοίχημα πως είναι το πρότυπο του καλού ανθρώπου, της πιστής συζύγου που την πάντρεψαν από συμφέρον κάπου κοντά στο Palermo και τώρα για πρώτη της φορά ξεπόρτισε στη Ρώμη και γεύτηκε κάπως την ελεύθερη ζωή. Και αυτή η στιγμή, που μετράει λεπτά για να πάρει το αεροπλάνο που θα τη γυρίσει στον αυστηρό άντρα της στην όμορφη και μίζερη Σικελία, αυτή η στιγμή που ανακαλύπτει, μετά από τρεις και περισσότερο δεκαετίες ύπαρξης, την ελεύθερη ψυχή της, αυτή η στιγμή είναι πραγματικά δύσκολη. Κι ο νεαρός πίσω από τον καναπέ που την κρυφοκοιτάζει τι να θέλει από αυτή; Σίγουρα τη γουστάρει. Δεν μπορεί πια να δοκιμάσει τίποτα, η απάθεια με την οποία αντιμετώπισε την πρωτύτερη ζωή της, η απάθεια που οι δειλοί ξαναβάφτισαν μοίρα, την έταξε να κοιτάζει κάποιον που μπορεί και να της αρέσει αλλά το μόνο που τελικά της συμβαίνει να είναι μια κάποια αύξηση της βραδυνής της θλίψης.
Αυτηνής θα της κάνω τη χάρη να μην την ενοχλήσω άλλο. Δεν της αξίζει το ίδιο θράσσος με τη ζωντοχήρα. Ξαναγυρίζω απ' την άλλη και καθώς φαντασιώνομαι ένα γρήγορο, ένα παθιασμένο, ένα βρώμικο, ένα πρώτο και τελευταίο πήδημα μαζί της σε εκείνη την απόμερη μεριά του αεροσταθμού και καθώς νιώθω έντονα την επερχόμενη στύση μου να αυξάνει μέσα στο παντελόνι μου ξαναποκοιμιέμαι.

....................................

Ένα ενοχλητικό πέρα δώθε μιας κακολαδωμένης ρόδας ενός καροτσιού αποσκευών με ξυπνάει. Με το άνοιγμα των ματιών αντικρύζω το πιο ηλίθιο βλέμμα του κόσμου. Ένας εύσωμος άντρας, με ψαρό μαλλί σαν κουρεμένο από κομμωτή γέρο, τυφλό και με Parkinson , αναποφάσιστος για το που θα κάτσει, καθώς έχει να διαλέξει ανάμεσα σε εκαντονάδες πολυθρόνες τριγυρνάει άσκοπα. Τον τιμωρώ ονομάζοντάς τον "Το φάντασμα του Fiumicino". Έρχεται κοντά μου. Είμαι ο μόνος ξυπνητός εκείνη την ώρα. Με ρωταέι με το σταθερά βλακώδες κοίταγμα ενισχυόμενο κι από ένα πανηλίθιο χαμόγελο αν μπορώ να του προσέχω τις βαλίτσες μέχρι να πεταχτεί δυο λεφτά να κατουρήσει. Δέχομαι ανόρεχτα. Δεν αποβλέπω σε άλλο ύπνο μετά απο αυτό. Κι όμως είναι 02:12. Βγάζω έξω το μυστικό μου όπλο για τις ώρες ανίας. Δυο Vic-Firth 5Α με ξύλινη μύτη μπαγκέτες και αρχίζω να ψιλομελετάω σε συνέχειες πάνω στο πόδι μου τους εξής δακτυλισμούς του Steve Smith για το αριστερό και το δεξί χέρι:

LLRRLLRR
LRRLLRRL
LRLRLRLR
RRLLRRLL
RLLRRLLR
RLRLRLRL

Το ασταμάτητο τικ τακ των κρουομένων επί του ποδός μου μπαγκετών ξυπνάει κάποιον λίγο πιο κει. "Είχα απορροφηθεί με τη μελέτη και δεν πρόσεξα τις κινήσεις μου", η δικαιολογία προς τον εαυτό μου για την τραγικότητα της κατάστασής μου. Τις μαζεύω λοιπόν. Ο μαλάκας με τις βαλίτσες ακόμα να φανεί. Προσπαθώ να φανταστώ τι μπορεί να του συνέβη. Το πιθανότερο είναι ότι θα άργησε να βρει τις τουαλέτες. Ή θα μπήκε από λάθος στις γυναικείες την ώρα που κάποια μόνη μέσα στη νύχτα θα άλλαζε το μωρό της, ποιός ξέρει με τι συνέπειες. Ίσως αυτή να τσίριξε τρομαγμένη από τη φάτσα του και να τον μάζεψαν οι καραμπινιέρηδες. Ίσως τώρα να δίνει κατάθεση στο αστυνομικό τμήμα του αεροδρομίου. Ελπίζω πάνω στη βλακεία του να μη με μπλέξει με τίποτα κλεμμένες βαλίτσες.
Πάνω στο 10λεπτο έρχεται με ξαλαφρωμένο το ανόητο ύφος του και λέγοντας μου ένα χαζό ευχαριστώ συνεχίζει την αιώνια περιπλάνησή του με το χαλασμένο καρότσι στο Terminal 2. Ωστόσο η περιστροφή του καθυστερημένου - που δεν ξέρω και γω ποιοί εγκληματίες του επέτρεψαν να ταξιδέψει μόνος - γύρω από την αίθουσα αναμονής μου φέρνει νύστα. Πρωτοφανές. Του Μορφέα του κάθομαι χωρίς πολλές πολλές αντιστάσεις, γίνομαι γιουσουφάκι κανονικό του θεού του ύπνου. Ας είναι...

..................................

Το πιο πολύβουο παζάρι του κόσμου. Βηρυτός. Φωνές από τους πάγκους με τις καρύδες, καλάθια από μπαμπού που σπάνε στη διάρκεια ενός καβγά και ένα αράπικο χέρι που αρπάζει το μανδύα μου και με τραβάει σε ένα στενό άδειο και κακοφωτισμένο. Κι αρχίζει να βομβαρδίζει τα αυτιά μου με ψίθυρους αράβικους, συνεχόμενους που βουίζουν σαν καλοκαιρινό κουνούπι. Τρομάζω και πάω να φύγω. Γαμώτο. Δεν μπορώ. Αλλάχ κάνε να είναι όνειρο, κάνε να ξυπνήσω στον καναπέ του Terminal 2, πες μου ότι είμαι ακόμα στην πολιτισμένη Ευρώπη.
Η ματιά μου σκίζεται από το σαν ανακριτικό φως του προβολέα οροφής. Η καρδιά μου μετρονόμος στα 200bpm. Πάω να ηρεμήσω. Μα οι ψίθυροι εξακολουθούν. Τι σκατά...
Σαστίζω καθώς γυρνάω το κεφάλι ψάχνοντας για την πηγή των ψιθύρων. Δεν είναι δυνατόν!
Είναι ένας ψηλός νέγρος, με τουρμπανι, γυαλιά και αράβικη κελεμπία που κρατάει ένα μικρό Κοράνι στις ανοιχτές παλάμες, ψελίζει την προσευχή του και κάθε τόσο σκύβει με τα γόνατα στο χαλάκι που έχει στρώσει κάτω. Σκέφτομαι να τον ενοχλήσω λέγοντάς του ότι έτσι όπως το έστρωσε κοιτάει καρφί δυτικά την Τυρηνική θάλασσα και όχι την Μέκκα που πρέπει να κοιτάς όταν απευθύνεσαι στο Μωάμεθ. Αλλά στο τέλος δεν το κάνω. Δεν είναι δουλειά μου και σε ένα ξένο μέρος και μάλιστα όταν έχεις να κάνεις με κάποιον φανατικό που ξυπνάει στις 3 και μισή για να επικοινωνήσει με το δημιουργό του, είναι καλύτερα να κοιτάς τη δουλειά σου. Ξαναγυρίζω νοερά στο παζάρι. Ωραίο το παζάρι και ασφαλές μετά από όλα αυτά. Ο προβολέας, ίδιος μεσανατολίτικος ήλιος με ζεσταίνει και με ξανακοιμίζει.

....................................

Η τελευταία φορά που ξύπνησα στη Ρώμη ήταν στις 5 παρά δέκα χάρη στα σχετικά αξιόπιστα ξυπνητήρια που διαθέτουν τα κινητά Sony Ericsson. Έτριψα τα μάτια μου και μάζεψα όπως να ΄ναι το βασίλειό μου. Ο Σικελιανός μου έρωτας έχει φύγει. Ο μουσουλμάνος εξακολουθεί να διαβάζει το κοράνι του. "Το φάντασμα του Fiume" με τις βαλίτσες, βρίσκεται χυμένος στην πιο άκυρη θέση που - ήμουν σίγουρος - θα μπορούσε να επιλέξει. Στριμωγμένος μαζί με άλλους τέσσερις, γερμένος στα δεξιά, πάνω σε ένα τεράστιο Σκανδιναβό, με το στόμα μισάνοιχτο και με μια άτακτη και περίεργη σταγόνα σάλιου που ξέφυγε απ' το πλάι του χειλιού του και κύλησε στο σαγόνι περιμένοντας μια του κίνηση για να βουτήξει για πάντα στο μπέζ - καρό πουκάμισό του.
Πήγα στο καφέ του 24ώρου. Cappuccino και κρουασανάκι. Θεέ αν υπήρξες ποτέ, να έχεις καλά τη Βιέννη με τους φουρναραίους της που έπλασαν αυτά τα ζυμαρένια μισοφέγγαρα - χλευάζοντας έτσι τη σημαία των Οθωμανών κατακτητών τους, μετά την απελευθέρωσή τους από αυτούς καπου στο 1630 - και τον Καπουκίνο μοναχό της ονόματι Marco d' Aviano που αυτός πρώτος έφτιαξε αυτόν το θεόπνευστο καφέ!

05:30. Το check-in ήταν αρκετά γρήγορο και χωρίς πολλή αναμονή. Σε χρόνο ρεκόρ βρέθηκα στην έξοδό μου. Ήμουν ο πρώτος απ' τους συνταξιδιώτες μου. Απ' το παράθυρο φαινόταν ένα κομμάτι της κρύας αλουμινένιας ατράκτου του MD-80 που θα με πήγαινε στο Μιλάνο. Μέσα στην ησυχία ακουγόταν μόνο η TV που έπαιζε ανά δέκα λεπτά την ίδια διαφήμιση: "Γευτείτε την κουζίνα μας, χαλαρώστε στις παραλίες μας! Ιταλικό καλοκαίρι!" Στις 25 Φεβρουαρίου. Αυτό θα πει marketing. Σε λίγο άρχισαν να φτάνουν σε κοπάδια οι δεκάδες Αμερικάνοι που θα μου έκαναν παρέα στα 45 λεπτά της πτήσης προς τον Ιταλικό Βορρά. Με ζωηρά και κακομαθημένα κουτσούβελα, με χάρτες και τουριστικούς οδηγούς και με παχιές άσπρες σάρκες. Μια θεόρατη 15χρονη πίνει Sprite για πρωινό. Το στομάχι μου κάνει σβούρες καθώς σχεδόν νιώθω το ανθρακικό με το lemon-lime να κατεβαίνει και να το γεμίζει. Παλεύω να μπω πρώτος στην ουρά. Τα καταφέρνω. Αγενής; Στ' αρχίδια μου! Παίρνω από την πόρτα του αεροπλάνου εφημερίδα. Μια συμπαθητική Ιταλίδα αεροσυνοδός με καλωσορίζει με μηχανικό ενθουσιασμό:
- Buon giorno signore!
- Buon giorno, υποχρεωμένα.
- Buon viaggio!
- Grazie, μισοπεθαμένα.